Οι Μαγισσες του Σαλεμ
Το 1692, 200 περίπου χρόνια μετά την έναρξη του κυνηγιού των μαγισσών στην Ευρώπη και την έκδοση του Malleus Maleficarum, στη μικρή πόλη του Σάλεμ της Μασαχουσέτης, σημειώθηκε η διασημότερη περίπτωση μαζικών δαιμονικών καταλήψεων που έμεινε στην ιστορία.
Όλα άρχισαν όταν ο πάστορας Samuel Parris γυρνώντας από τις Δυτικές Ινδίες όπου είχε πάει ως διαπραγματευτής, έφερε μαζί του μια γυναίκα, την Tituba, που ήταν γνώστρια της Obeah, μιας μαγικής λατρείας της ευρύτερης περιοχής των Αντιλλών του Ειρηνικού.
Οι κοπέλες του Σάλεμ, επισκέπτονταν συχνά την Tituba για να την συμβουλευθούν για τα μελλούμενα ή για οτιδήποτε τις απασχολούσε, γνωρίζοντας όμως πως αυτό απαγορευόταν αυστηρά από τους νόμους της εποχής καθώς οποιαδήποτε εκδήλωση θρησκευτικού περιεχομένου πέραν των καθιερωμένων θεωρούταν ως μαγική και συνεπώς σχετιζόταν με το Διάβολο.
Σιγά-σιγά όμως, άρχισαν να μαθαίνονται οι πράξεις των νεαρών κοριτσιών, οι οποίες γνωρίζοντας τις αυστηρές ποινές που επιβάλλονταν για τη συμμετοχή σε ανάλογες εκδηλώσεις, καταλήφθηκαν από τρόμο. Το παράδοξο της υπόθεσης ήταν ότι αφού ανακαλύφθηκαν οι πράξεις τους, οι Elisabeth Parris, κόρη του πάστορα, και η Abigail Williams, ανιψιά του, έδειχναν να έχουν καταληφθεί από ένα είδος έκστασης.
Καθώς αυτή η κατάσταση των κοριτσιών παρέμενε ως έχει, ο πάστορας κάλεσε για βοήθεια πάστορες από γειτονικές πόλεις. Αυτοί εισάκουσαν την έκκλησή του και έφτασαν στην πόλη για να βοηθήσουν στη σωτηρία των κοριτσιών με προσευχές. Όποτε όμως ανέφεραν το όνομα του Κυρίου, οι κοπέλες καταλαμβάνονταν από σπασμούς και μανία κι έτσι αναγκάστηκαν να διακόψουν τις προσευχές.
Τότε, ο πάστορας, άρχισε να παρακολουθεί την Tituba καθώς την υποψιαζόταν ως κύρια υπεύθυνη για την κατάσταση και κάποια στιγμή την είδε να βγάζει κάτι από τις στάχτες στο τζάκι και να το δίνει στο σκύλο τους. Τότε με τρόπο βίαιο απαίτησε να του εξηγήσει τι ήταν αυτό που έβγαλε από το τζάκι. Εκείνη του απάντησε ότι ήταν το «γλυκό των μαγισσών» και ότι το έφτιαξε στοχεύοντας τη θεραπεία των κοριτσιών. Εκεί ο πάστορας, μη πιστεύοντάς την, τη χτύπησε μέχρι που στο τέλος την ανάγκασε να ομολογήσει ότι εκείνη ήταν η υπεύθυνη για την κατάσταση των κοριτσιών. Έπειτα, ζήτησε από την κόρη του να του μιλήσει για το τι πραγματικά συμβαίνει κι εκείνη τα ομολόγησε όλα. Η ανιψιά του με τη σειρά της, δήλωσε πως κάποια άτομα στην πόλη, είχαν συνάψει συμφωνία με τον Διάβολο.
Από εκείνη τη στιγμή, ξεκίνησε μια άνευ προηγουμένου φονική μανία καταδίωξης στη μικρή πόλη. Η Abigail κατέδωσε ως αναμεμιγμένη στην ιστορία τη Sarah Good, μια φτωχή ρακένδυτη γριά, η οποία κοιμόταν στα χωράφια και δεν πήγαινε ποτέ στην εκκλησία. Το ίδιο έγινε και με μια άλλη γυναίκα του χωριού, τη Sarah Osborne.
Στις 29 Φεβρουαρίου του 1692 βγήκαν εντάλματα σύλληψης για τις Tituba, Sarah Good και Sarah Osborne.
Την επόμενη μέρα, έφτασαν στην πόλη δυο δικαστές για να αποδώσουν δικαιοσύνη. Η Good απολογούμενη αρνήθηκε ότι έχει σχέση με μαγείες και πάσης φύσεως μαγικές γνώσεις. Τη στιγμή όμως που απολογούταν, μια από τις κοπέλες άρχισε να καταλαμβάνεται από σπασμούς και οι υπόλοιπες, ακολουθώντας το παράδειγμά της, ούρλιαζαν πως το πνεύμα της Sarah Good τις δαγκώνει και τις τσιμπάει με μανία. Μια γυναίκα που βρισκόταν εκεί, η Martha Cory, σηκώθηκε και έβαλε τα γέλια βλέποντας το τραγελαφικό της κατάστασης. Όταν ήρθε η σειρά της δεύτερης κατηγορούμενης να απολογηθεί, της Sarah Osborne, αρνήθηκε κι αυτή τις κατηγορίες. Ταυτόχρονα, οι κοπέλες, επανέλαβαν το θέατρό τους.
Οι κατηγορούμενες τελικά οδηγήθηκαν σε κελιά όπου και, μετά από δυο μήνες, η Osborne πέθανε.
Όταν ήρθε η σειρά της Tituba να δικαστεί, με το που μπήκε στην αίθουσα του δικαστηρίου, οι κοπέλες άρχισαν να ουρλιάζουν με όλες τους τις δυνάμεις. Μια ερώτηση έγινε στην Tituda: «έχεις ποτέ σου συναντήσει το Διάβολο;» Εκείνη, καταλαβαίνοντας πως αν ομολογούσε θα τελείωναν όλα για εκείνη αλλά και για τις υπόλοιπες, απάντησε: «Ο Διάβολος με επισκέφτηκε και μου ζήτησε να τον υπηρετήσω.»
Για τρεις ολόκληρες ημέρες η Tituba αφηγούνταν στο δικαστήριο τα Sabbats τα οποία τελούσε και πρόσθεσε πως στη συντροφιά του Διαβόλου βρίσκονταν κι άλλα άτομα πέρα από εκείνη. Αυτό το τελευταίο έσπειρε τον πανικό στην κοινότητα του Σάλεμ, και άρχισε ένα ανελέητο κυνηγητό για να ανακαλυφθούν και οι υπόλοιπες μάγισσες.
Η πρώτη ήταν η Marha Cory, την οποία κατήγγειλε η Ann Putnam, η οποία θα καταγγείλει επίσης και την Rebecca Nurse, μια γυναίκα την οποία όλοι θεωρούσαν έως τότε άγιο άνθρωπο...
Από εκείνη τη στιγμή, όποιος καταγγέλλεται από τα κορίτσια συλλαμβάνεται και περνά από δίκη με μηδαμινές πιθανότητες επιβίωσης.
Μέχρι τον Ιούνιο, πάνω από 100 άτομα είχαν κατηγορηθεί από τα κορίτσια και είχαν γεμίσει τις φυλακές που πλέον δε χωρούσαν άλλο κόσμο. Ήταν λοιπόν ευκαιρία να αρχίσουν να εφαρμόζονται ποινές. Πρώτη η Bridget Bishop πέρασε πάλι από δίκη όπου της επιβλήθηκε η ποινή του απαγχονισμού και οδηγήθηκε στην πλαγιά του Gallows Hill όπου και την κρέμασαν.
Ακολούθησε η Rebecca Nurse και 40 άλλες γυναίκες, μέσα στις οποίες και η Sarah Good. Όταν όμως ξαναπέρασαν κι αυτές πριν την εκτέλεσή τους από δίκη, οι δικαστές δίστασαν να καταδικάσουν τη Rebecca Nurse μιας και υπήρξε πάντα μια γυναίκα αξιοσέβαστη μέσα στη μικρή κοινωνία του Σάλεμ. Τότε επενέβη ο William Stoughton, δικαστής χωρίς οίκτο, και ζήτησε την επανεξέταση της υπόθεσης από το δικαστήριο. Η δεύτερη απόφαση του δικαστηρίου οδήγησε τη Rebecca Nurse στην αγχόνη στις 19 Ιουλίου.
Μετά από αυτό το γεγονός, πολλοί κατηγορούμενοι προτίμησαν να δηλώσουν ένοχοι για να σώσουν τη ζωή τους.
Τον Αύγουστο, πραγματοποιήθηκε μια Τρίτη μεγάλη δίκη με έξι κατηγορούμενους οι οποίοι κρεμάστηκαν κι αυτοί εκτός της Elisabeth Proctor, η οποία ήταν έγκυος, γεγονός που καθυστέρησε την εκτέλεσή της και τελικά της έσωσε τη ζωή.
Το Σεπτέμβριο το δικαστήριο συνεδρίασε για τελευταία φορά και ανήγγειλε ακόμα 15 καταδίκες, ανάμεσα στις οποίες και αυτές της Tituba, της Martha Cory και του 80χρονου άντρα της οι οποίοι και κρεμάστηκαν τρεις μέρες αργότερα. Κάποια στιγμή, η κοινότητα άρχισε να αμφιβάλει για το κατά πόσο τα γεγονότα που καταγγέλλουν τα κορίτσια της πόλης είναι πραγματικά. Κι αυτό γιατί έκαναν το λάθος να καταγγείλουν και κάποιους δικαστές, πράγμα άτοπο, εφόσον πιστευόταν ότι οι δικαστές προστατεύονταν από τον ίδιο το Θεό!
Έτσι, ο κυβερνήτης της περιοχής απάλλαξε τον φρικτό δικαστή Stoughton από τα καθήκοντα του και σταμάτησε τη λειτουργία του δικαστηρίου που είχε συγκροτήσει. Συνέθεσε ένα καινούργιο δικαστήριο και έδωσε χάρη στους υπόλοιπους κατηγορουμένους.
Τελικά, στις 13 Ιανουαρίου του 1693, ο κυβερνήτης Phips έδωσε αμνηστία σε όλους τους τελευταίους κατηγορούμενους που είχαν απομείνει.
πηγη
Αν και το γεγονός έχει μείνει στην ιστορία μνημονεύοντας τις μάγισσες του Σάλεμ, οι ακροαματικές διαδικασίες έλαβαν χώρα σε διαδοχικές πόλεις της επαρχίας της Μασαχουσέτης: Σάλεμ Βίλατζ, Σάλεμ Τάουν, Ίπσουιτς, Άντοβερ,Βοστώνη και Τσαρλστάουν.
πηγη
Αν και το γεγονός έχει μείνει στην ιστορία μνημονεύοντας τις μάγισσες του Σάλεμ, οι ακροαματικές διαδικασίες έλαβαν χώρα σε διαδοχικές πόλεις της επαρχίας της Μασαχουσέτης: Σάλεμ Βίλατζ, Σάλεμ Τάουν, Ίπσουιτς, Άντοβερ,Βοστώνη και Τσαρλστάουν.
πηγη