Η μαντική τέχνη στην αρχαιότητα.
Την τέχνη της μαντικής την συναντάμε σε όλους τους πολιτισμούς και καλύπτει την ανάγκη του ανθρώπου, να εξασφαλίσει προκαταβολικά τη γνώση του ανεξιχνίαστου μέλλοντος. Μαντεία λοιπόν είναι η τέχνη πρόβλεψης του μέλλοντος και ερμηνείας
του παρόντος και του παρελθόντος, με μέσα που δεν βασίζονται στη λογική και στην επιστήμη.Οι πρώτες ενδείξεις περί πρακτικής του σαμανισμού στην Ελλάδα ανάγονται σε εποχές γύρω στο 1500-2000 π.Χ. στην Θράκη, στη Σκυθία και γενικότερα στη Βόρειο-κεντρική Ασία. Ένα βασικό στοιχείο του σαμανιστικού πολιτισμού αποτελεί η πίστη ότι υπάρχει ψυχή η οποία μάλιστα είναι πιο ενεργητική όταν το σώμα κοιμάται.
Τα μαντεία και οι μάντεις διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην κοινωνικοπολιτική και την ιδιωτική ζωή. Η πραγματοποίηση μιας εκστρατείας, η διεξαγωγή ενός πολέμου, η ίδρυση μιας αποικίας είναι μερικά από τα πολυάριθμα θέματα που οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και οι βάρβαροι έθεταν στα μαντεία του ελλαδικού και του μεσογειακού χώρου. Σ’ αυτά επίσης κατέφευγαν και οι απλοί πολίτες για να βρουν απαντήσεις στα καθημερινά θέματα που τους απασχολούσαν. Ζητήματα οικογενειακά, οικονομικά ακόμη και προβλήματα υγείας αναζητούσαν λύσεις μέσω της μαντικής τέχνης: Θα αποκτήσει ένα άκληρο ζευγάρι παιδί και τι φύλου θα είναι; Είναι σκόπιμο να πραγματοποιηθεί ένα ταξίδι; Θα είναι άραγε καλή η σοδειά;
Οι αρχαίοι Έλληνες διαιρούσαν τη μαντική τέχνη σε δύο κατηγορίες: στην άτεχνη και την έντεχνη. Η φυσική ή άτεχνος μαντεία ήταν μια «έμφυτη» ικανότητα προφητείας, μια θεόπνευστη ορμή, που μ’ αυτήν ο άνθρωπος γινόταν όργανο θείου πνεύματος. Από την άλλη πλευρά, η έντεχνη μαντεία διδασκόταν και συμπληρωνόταν από μακροχρόνια προσωπική πείρα.
Οι Έλληνες θεωρούσαν πιο παλιά και επομένως πιο σεβαστή την άτεχνη μαντεία. Υπάρχουν δύο τρόποι άσκησης της άτεχνης μαντείας: α) «διά εμπνεύσεως» και β) «δια χρησμών». Η πρώτη εξασκούνταν μόνο από άτομα τα οποία βρίσκονταν σε κατάσταση έμπνευσης και δεν ήταν απαραιτήτως ιερείς. Ο δεύτερος τρόπος άσκησης της άτεχνης μαντικής τέχνης, «δια χρησμών», ασκούνταν κυρίως από τα μαντεία ή χρηστήρια και οι χρησμοί δίνονταν με διαφορετικό τρόπο από μαντείο σε μαντείο.
Η έντεχνη μαντεία εξαρτιόταν από σημεία που προϋπέθεταν σπουδή και γνώση, ενώ ερμηνεύονταν με βάση δεισιδαιμονίες και προλήψεις από γιατρούς, μάντεις, κήρυκες, οι οποίοι αποτελούσαν την υψηλή κοινωνική τάξη. Τα σημεία αυτά θεωρούνταν ότι τα έστελνε ο Δίας και για αυτό το λόγο ονομάζονταν «διοσημίες», π.χ. αστραπές, κεραυνοί, βροντές κλπ.
Στην αρχή των χρόνων η μαντική τέχνη συνδυαζόταν με τη θεραπευτική και γινόταν σε ειδικούς χώρους όπως μαντεία και εγκοιμητήρια. Πολύ αργότερα γίνεται η πρώτη απεμπλοκή από ιερουργίες στην αρχαία Ελλάδα από τον Ιπποκράτη (360-470 πΧ). Γίνεται η πρώτη τομή προς την επιστημονική ιατρική που έχει σαν βάση την κοσμική συντεχνία θεραπευτών.
Τέλος, «τα μεγαλύτερα αγαθά», λέει ο Σωκράτης στον Φαίδρο, «μας
έρχονται δια της μαγείας». Ο Πλάτωνας συμπληρώνει «με την προϋπόθεση ότι η
μαγεία δίδεται από θεία δωρεά…» και διακρίνει τέσσερις τύπους:
1. Την προφητική μαγεία με προστάτη τον Θεό Απόλλωνα
2. Την τελεστική ή τελετουργική μαγεία με προστάτη τον Θεό Διόνυσο
3. Την ποιητική μαγεία που εμπνέουν οι Μούσες
4. Την ερωτική μαγεία που εμπνέουν η Αφροδίτη και ο Έρως.