Translate

Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΞΩΤΙΚΩΝ Εξωτική Γλωσσολογία, Σημειολογία & Τοπολογία

 


Fairyland
Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΞΩΤΙΚΩΝ
Εξωτική Γλωσσολογία, Σημειολογία & Τοπολογία

«On they rade, and farther on,
The steed gaed swifter than the wind,
Until they reached a desert wide,
And living land was left behind…»

(Thomas the Rhymer)


Η μεγάλη και διαχρονική παράδοση του Φανταστικού, η τέχνη που κατασκευάζει κόσμους, που τους εξερευνεί, τους διαπλέκει, τους διαδίδει, και τελικά τους κατοικεί, κατά γενική ομολογία, είναι μία παράδοση Εξωτική.
Επίσης, η πανανθρώπινη και διαχρονική παράδοση των πεποιθήσεων για το Εξωπραγματικό, το εξωτερικό της πραγματικότητας (που εμείς βιώνουμε το εσωτερικό της), την Μεταφύση, που είναι η προέκταση του φυσικού, είναι απόλυτα δικαιωμένη μέσα στους αιώνες, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της Ιστορίας του κόσμου.
Έτσι κι αλλιώς, ο χαρακτηρισμός του Εξωτικού χρησιμοποιείται για να δώσει την έννοια του «έξω από εδώ», μιας αισθητικής που προέρχεται «από έξω», δηλαδή έξω από τα αισθητικά δεδομένα του συμβατικού κόσμου ή του πολιτισμού στον οποίο ζούμε.
To Εξωτικό προϋποθέτει μια προέκταση της πραγματικότητας με την παρουσία του, είναι δηλαδή κατά κάποιον τρόπο υπερρεαλιστικό (sur-real), ενίοτε μαγικό ή παραδείσιο. 

.

Θεωρώ ότι δεν είναι τυχαίο που οι νεότεροι Έλληνες έδωσαν το όνομα «ξωτικά» (δηλαδή «εξωτικά») σ’ εκείνα τα ακαθόριστα όντα της παράδοσης που κατοικούν σε έναν παράλληλο κόσμο με τον δικό μας. Κατά την γνώμη μου, αυτός ο χαρακτηρισμός δικαιώνει απόλυτα τις επιταγές της πανανθρώπινης παράδοσης του Φανταστικού, και φυσικά του Εξωπραγματικού.
Επιπλέον, στην συγκεκριμένη επισήμανση, μπορεί αυτός ο εξωτικός χαρακτήρας να οφείλει την ύπαρξή του στο Ελληνικό ιδίωμα, αλλά τα εξωτικά δεν είναι ούτε αποκλειστικότητα ούτε χαρακτηριστικό της Ελληνικής παράδοσης, εφόσον τα συναντάμε σε όλους τους λαούς του κόσμου ανεξαιρέτως, (και θα έμενε έκπληκτος κανείς αν γνώριζε πόσο λεπτομερώς ίδια είναι τα πράγματα που υποστηρίζουν για τα Ξωτικά π.χ. οι Ισλανδοί, οι Αφρικανοί, οι Νορβηγοί, οι Κινέζοι και οι Έλληνες).
Παρ’ όλα αυτά, ο λαός που τα έχει συνδέσει περισσότερο με την διαχρονική παράδοσή του και χειρίζεται άπειρες πληροφορίες και ιδιαίτερα περίτεχνες πεποιθήσεις για τα πάντα σε σχέση με αυτά, είναι οι Κέλτες : οι Ιρλανδοί, οι Σκωτσέζοι και οι Ουαλοί, (και, επίσης, πρέπει να υπενθυμίσω ότι στον παραδοσιακό Κελτικό κόσμο ανήκει και η Νήσος του Μαν στην Ιρλανδική Θάλασσα, η Βρετάνη στην βορειοδυτική Γαλλία, αλλά και οι Βάσκοι στα Πυρηναία). Επίσης, οι Σκανδιναβοί, καθώς και οι Γερμανοί.

.

Η λέξη Fairy (Ξωτικό, «νεράιδα»), είναι μάλλον η παλαιότερη Ευρωπαϊκή λέξη για τα ξωτικά όπως τα ξέρουμε σήμερα – οι παλαιότερες εκδοχές της ήταν Faerie, Faery, Faeiree, και Fay, και είναι Kελτικής προέλευσης.
Eire είναι η Kελτική ονομασία της Ιρλανδίας (Ireland). Στα αρχαία Κελτικά Fa ή Fae σημαίνει αδελφός (και Foe, εχθρός). Επειδή οι Ιρλανδοί πίστευαν ότι τα ξωτικά («Οι Καλοί μας Γείτονες», Our Good Neighbours, όπως συχνά τα ονομάζουν), κατοικούν σ’ έναν παράλληλο κόσμο με τον δικό τους, δηλαδή σε μία «άλλη» Ιρλανδία, συμμετρική με την υλική : έτσι υπάρχει το Eire και το Faeire (Fa Eire), δηλαδή το «αδελφό Eire».
Και, Faeiry, Faery ή Fairy, είναι το αόρατο εκείνο πλάσμα που κατοικεί σ’ εκείνον τον παράλληλο κόσμο, (στην Σκωτία ονομάζεται και Fey).
Έτσι, για τους Ιρλανδούς, υπάρχει η Ireland (Ιρλανδία, Eire Land) και η Fairyland (η Χώρα των Ξωτικών, Fa Eire Land).
To Eire είναι συνδεδεμένο με το πράσινο χρώμα – γι’ αυτό και η Ιρλανδία συχνά αποκαλείται ποιητικά The Emerald Isle, Η Σμαράγδινη Νήσος.

.

H ονομασία Elf είναι επίσης διαδεδομένη στην Βόρεια Ευρώπη, όπου οι Elven (Elves ή Elfin, τα ξωτικά) κατοικούν στο Elfland ή Elvenland (στην Χώρα των Ξωτικών).
Κατά την γνώμη μου, είναι αξιοσημείωτο ότι η Ελληνική λέξη Αδελφός, εμπεριέχει το στοιχείο –ελφ (Αδ-ελφ-ός, και με την ίδια ρίζα την συναντάμε και σε άλλες Ελληνικές ονομασίες, όπως Δελφοί, δελφίνι, κλπ). Στα Ελληνικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Χώρα των Ξωτικών είναι η «Αδελφή Χώρα» (ή «Χώρα των Δελφών», αν προτιμάτε).
Στις Ελληνικές παραδόσεις, τα ξωτικά συχνά ονομάζονται και Αερικά (ένας χαρακτηρισμός που τονίζει την αέρια ή αιθέρια φύση τους) –άλλωστε, είναι επίσης φανερή η παρουσία του στοιχείου air (αήρ, αέρας) στην ονομασία Fairy (Fairy)

Όπως είναι φυσικό, η λέξη Fair είναι στενά συνδεδεμένη με τα Ξωτικά, και στην νεότερη Αγγλική γλώσσα σημαίνει α) την Ομορφιά (my fair lady, a fair maiden, the fair sex), β) το Δίκαιο (its not fair, a fair trial), γ) το πανηγύρι ή την γιορτή (she walked through the fair), δ) την έκθεση (international fair, fairground), ε) το καθαρό ή το ούριο σε σχέση με τον καιρό (fair weather, fair skies, fair wind), κ.ά..
Και όλες αυτές οι έννοιες, αν μελετηθούν σωστά, οδηγούν στα Ξωτικά και στις πεποιθήσεις περί αυτών.
Στο παρελθόν, στις χώρες του Βορρά, αν μία γυναίκα ήταν πολύ όμορφη θεωρούνταν μάγισσα, ξωτικό, ή ότι είχε συγγένεια ή σχέση με τα ξωτικά. Μέχρι σήμερα συνηθίζεται με το χαρακτηρισμό fair να εννοούμε έναν άνθρωπο ξανθό και με πολύ λευκό δέρμα, ενώ μία συνηθισμένη ονομασία για τα ξωτικά είναι «The White People» (Ο Λευκός Λαός, βλέπε και το εξαιρετικά παράξενο ομώνυμο διήγημα του Άρθουρ Μάχεν).
Για τα Ξωτικά χρησιμοποιείται επίσης ο όρος «The Little People» (ο Μικρός Λαός), η όμορφη ιρλανδέζικη έκφραση «Our Good Neighbours» (οι Καλοί μας Γείτονες), αλλά και το πιο αινιγματικό «The Gentry» (οι Άρχοντες, οι Ευγενείς).

.

Πρέπει να σημειώσω κάτι πολύ σημαντικό : οι Fairies, αυθεντικά, σύμφωνα με την αληθινή Παράδοση, δεν είναι «ξωτικάκια», «νεραϊδούλες», «μικροί νάνοι», ή μικροσκοπικά όντα με φτεράκια που πετούν γύρω από τα λουλούδια, και άλλα παρόμοια. Όλα αυτά δεν προέρχονται από την αυθεντική Παράδοση, αλλά από τον Σαίξπηρ (από το Όνειρο Θερινής Νυκτός, κ.ά.). Είναι, δηλαδή, παλαιές ποιητικές επινοήσεις.
Οι αυθεντικοί Fairies εμφανίζονται εξωτερικά ως κανονικοί άνθρωποι, με ανθρώπινη μορφή, κανονικού ύψους, κι άλλες φορές λίγο ψηλότεροι από τον μέσο άνθρωπο και άλλες φορές λίγο κοντύτεροι από τον μέσο άνθρωπο. Είναι πολύ όμορφοι, έχουν μαγικές ικανότητες, κ.ά., αλλά παρ’ όλα αυτά μοιάζουν με τους ανθρώπους. Θα λέγαμε, είναι…μεταφυσικοί άνθρωποι.
Υπάρχουν, αντίστοιχα, παραδοσιακά, κι εκείνα τα όντα που είναι νάνοι, οι Gnomes, κ.ά., ή οι Leprechauns, κ.ά., αλλά δεν πρόκειται για τους Fairies…

Στην Ιρλανδική γλώσσα Gaelic (τα νεότερα Κελτικά), χρησιμοποιείται μιά πολύ παράξενη λέξη για να περιγράψει τη φυλή των Ξωτικών : «Sidhe», που προφέρεται «Σηή» (Sshee, με πολύ βαρύ το σίγμα), και στην Ουαλία και στη Σκωτία προφέρεται «Σηήδ» (Ssseeth) με το σίγμα πολύ σφυριχτό.  Υποτίθεται ότι η λέξη αυτή (που την συναντάμε και ως Sidh, Seeth ή Sith) προέρχεται από την ίδια τη γλώσσα των Sidhe, και είναι ακριβώς ο ήχος με τον οποίον οι ίδιοι αποκαλούν τον εαυτό τους.
Στους κελτικούς θρύλους τούς συναντά κανείς και ως «Daoine-Sidhe», «Aes Sidhe», «Tylwyth-teg» «Bendith-y-Mamau» και «Buldu-folk», καθώς και με δεκάδες άλλα ονόματα. (Tylwyth-teg στα Ουαλικά Gaelic σημαίνει The Fair Family…)

.

Επίσης, κατά την γνώμη μου, η λέξη Far (μακριά), προέρχεται από την οικογένεια των λέξεων που σχετίζονται με το Faerie (Fary), και στο μακρινό παρελθόν πρέπει να χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει την Χώρα των Ξωτικών, Fairyland, ως Farland (κάτι που έχει μείνει σε μερικά Gaelic ονόματα οικογενειών, όπως MacFarland, ο γιος του Farland), χαρακτηρίζοντας τελικά το Fairyland ως μία «μακρινή» χώρα (κατά το «εξωτική»), σε σχέση με τις αρχαίες πεποιθήσεις που ήθελαν την Χώρα των Ξωτικών να είναι ο δυτικός παράδεισος «πέρα» από τον Ατλαντικό Ωκεανό. Έτσι κι αλλιώς, η λέξη Παράδεισος εννοεί ένα μέρος «παρά την δύση» ή προς την δύση – άλλωστε ακόμη και οι Βιβλικοί πρωτόπλαστοι εξορίστηκαν «Ανατολικά της Εδέμ».
Για παράδειγμα, πιστεύω ότι η πρώτη μορφή της φράσης Far Away (μακριά-μακριά, ή πολύ μακριά ή πέρα μακριά), ήταν Fair Away ή Fay Away, αναφορικά σε ανθρώπους που τους απήγαγαν τα ξωτικά ή βρέθηκαν μακριά «έξω από εδώ», στην απρόσιτη από τους θνητούς Χώρα των Ξωτικών.
Δεκάδες Αγγλικές εκφράσεις που χρησιμοποιούν τη λέξη Far, πρέπει να συνδέονται με τις παλιές πεποιθήσεις περί ξωτικών, όπως Far and Away (που σήμερα ακούγεται σαν κενός πλεονασμός, κάτι σαν μακριά και μακριά, στην ουσία είναι όμως Fair and Away), Far from it (απέχων, αντιθέτως, σχετικά με τον κατοπτρικό ή αντικοσμικό χαρακτήρα της Χώρας των Ξωτικών, Fair from it), Far Out (ανορθόδοξα, άστοχα, απομακρυσμένα, έξω από τα όρια, τέλεια κατά το «εξωτικός» ή «εξωτικώς», δηλαδή Fair Out).
Επίσης : Far Side (απώτερη όψη, η άλλη πλευρά, που αρχικά πρέπει να ήταν Fair Side, και ακόμη και το Side ίσως σχετίζεται με το Sidhe, όπως και το DaoineSidhe θα μπορούσε να έχει εκφυλιστεί σε Down Side, στην «Κάτω Πλευρά», άλλωστε μία από τις βασικές παραδοσιακές πεποιθήσεις είναι ότι τα ξωτικά ζουν υπογείως μέσα στους λόφους, στην Κούφια Γη, κλπ), FarFetched (παρατραβηγμένος, υπερβολικός, απίθανος, εξεζητημένος, που φανερά προέρχεται από τις απαγωγές ανθρώπων από ξωτικά, Fair ή Fairy Fetched, όπου Fetch σημαίνει παίρνω, αρπάζω, εξάγω, και Fetched είναι ο παρμένος, ο αρπαγμένος, στην προκειμένη περίπτωση κατά το ελληνικό «Νεραϊδοπαρμένος» ή «Νυμφόληπτος»), Farther (περαιτέρω, πιο πέρα, πιο μακριά, Fair There), Fare Thee Well (μια παλαιότατη ευχολόγια έκφραση τελειότητας, που εξελίχθηκε στο Farewell, ως ένας τελικός αποχαιρετισμός κάποιου που φεύγει μακριά και μάλλον δεν θα ξαναγυρίσει, ενώ το Fare σήμερα σημαίνει διασχίζω, ταξιδεύω, ναύλος, κ.ά.).
Έχω συμπεράνει ότι όλα αυτά, σχετίζονται με το ταξίδι στη Χώρα των Ξωτικών.
Μάλιστα, πιθανολογώ ότι ίσως αυτή η οικογένεια των λέξεων που σχετίζονται με το Far, να έχει κάποια σχέση και με κάποιες λέξεις που χρησιμοποιούμε στα Ελληνικά, όπως Φάρος, Φάρα, Φαράγγι, Φάρυγγας, Φάργμα (αρχ. Ελ., Περίφραξη, που αναγραμματίστηκε σε Φράγμα), Φαρθένος (στην Ομηρική, που εξελίχθηκε σε Παρθένος), Φαρικόν (αρχ. Ελ., Δηλητήριο, Παραισθητικό), Φάριον (αρχ. Ελλ., εξωτικό ύφασμα ή χρωματιστός χιτώνας), Φαρκίδα (αρχ. Ελ., που εξελίχθηκε σε Φακίδα, λευκό δέρμα με φακίδες), Φαρμάκεια (αρχ. Ελ., Ναϊάδα), Φαρμακειά – Φαρμακίς (αρχ. Ελ., Δηλητηριάστρια Μάγισσα, στρίγγλα), Φαρμακεία (αρχ. Ελ., χρήση φαρμάκου ή μαγικού φίλτρου), Φαρμακεύς – Φαρμακευτής (αρχ. Ελ., Δηλητηριαστής, Μάγος), Φαρμακός (αρχ. Ελ., εξιλαστήριο θύμα, αποδιοπομπαίος τράγος), Φαρμακτός (αρχ. Ελ., Δηλητηριασμένος, Γητευμένος, Μαγεμένος) (έχει ενδιαφέρον το ότι αυτό το ΦαρΜακ-, με μία αντικατάσταση γίνεται Μακ Φαρ), Φαρράχειος (αρχ. Ελ. Χορός γαμήλιας τελετής), Φαρυμός (αρχ. Ελ., Τολμηρός), κ.ά.…

.

Επίσης, έχω συναντήσει κάποιους ενδιαφέροντες ισχυρισμούς ότι η λέξη Fairy ίσως προέρχεται από την Περσική λέξη Peri ή Pari (που ίσως συνδέεται και με το Ελληνικό συνθετικό παρα– αλλά και με τη λέξη Πέραν ή Πέρα, που άλλωστε είναι συνώνυμο του Far), που στην Βόρεια Ευρώπη έγινε Pheri ή Phari (κι αυτό είναι μια εκδοχή που φαίνεται να συμμερίζεται και ο Σερ Γουώλτερ Σκοττ), το οποίο όμως έχει αρνηθεί κατηγορηματικά ο μεγάλος Ανατολιστής καθηγητής Ρ. Α. Νίκολσον.
Κι ενώ όλα αυτά ίσως δείχνουν κάποιους ενδιαφέροντες συσχετισμούς με τα Ουρί (του Παραδείσου, δηλαδή κάποιες παραδείσιες εξωκοσμικές Νύμφες), μπορεί κάποιος εύκολα να τα συνδέσει ακόμη και με τους Φαραώ (Pharaoh), ή να κάνει συσχετισμούς με τα Ελληνικά όπως στη λέξη Παράβαση, Παραβαίνω, Περιδιαβαίνω, (βαδίζω παρά ή περί), αλλά νομίζω πως μάλλον θα είναι παρατραβηγμένες και εξεζητημένες υποθέσεις (far-fetched).

.

Όλα τα παραπάνω, ανάμεσα σε πολλά άλλα, έχουν προκύψει από την προσωπική μου μελέτη πάνω στο ζήτημα, αλλά υπάρχουν και μερικές πιο ακαδημαϊκές απόψεις, με τις οποίες δεν συμφωνώ στην ολότητά τους, αλλά πρέπει κατά την γνώμη μου να προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε τις προεκτάσεις αυτών των άλλων απόψεων, και τότε ο καθένας μάλλον θα καταλήξει σε όλα τα παραπάνω και σε όσα κρύβονται πίσω απ’ αυτά…
Οι ακαδημαϊκές αυτές απόψεις υποστηρίζουν –λίγο άτσαλα, κατά την γνώμη μου– ότι ο όρος Fairy πηγάζει από το Λατινικό όρο Fatum, από τον οποίο προέρχεται η λέξη Fate, δηλαδή η Μοίρα. Με τον όρο αυτόν περιγράφονται εκείνες οι θεές, οι Fatae, που υποτίθεται ότι κυβερνούν τις εξελίξεις των ανθρώπινων υποθέσεων. Είναι επίσης γνωστές στα Λατινικά ως Parcae, και οι αρχαίοι Έλληνες τις ονόμαζαν Μοίραι, (οι Μοίρες –και αργότερα η Μοίρα– απ’ όπου προέρχεται και η Μόρα, ο δαίμων του εφιάλτη ή ο βαμπιρικός βραχνάς, αλλά και η λέξη Moral, ηθικός, κλπ).
Έτσι, λοιπόν, πολλοί ακαδημαϊκοί (και όχι μόνο, ανάμεσά τους και ο Lewis Spence, τον οποίο θεωρώ εξαιρετικό λόγιο των θεμάτων αυτών), πιστεύουν ότι η Λατινική λέξη Fatum, γέννησε την Ιταλική λέξη Fata (βλέπε και την θρυλική Fata Morgana), και μέσα από την επιρροή των Ρωμαϊκών επαρχιών στην Ισπανία κατέληξε στην λέξη Hada, και όταν οι Ρωμαίοι κατέκτησαν την Γαλατία πήρε πάλι τη μορφή Fata ή Fada.
Έπειτα, σύμφωνα με ένα νόμο της Κελτικής φωνητικής, το «t» από το «Fata» αποκόπηκε και αυτό του έδωσε τον ήχο «Fa’a» στον ενικό, και «Fa’ae» στον πληθυντικό. Αυτό, αργότερα, στα πρώιμα Γαλλικά κατέληξε να προφέρεται ως «Fa’ee» και ακόμη αργότερα «Fee», από το οποίο τελικά προήλθε το Αγγλικό «Fay», μέσα από τις Γαλλο-Νορμανδικές επιρροές.
Έτσι, υποστηρίζεται ότι οι πεποιθήσεις περί των Ξωτικών προέρχονται από τις Μοίρες, και η Χώρα των Ξωτικών από τη Χώρα των Μοιρών, δηλαδή από το μεταφυσικό πεδίο που υποτίθεται ότι απλώνεται πέρα από τον θάνατο… (Βλέπε The Western Lands, Οι Χώρες της Δύσης, τα Ηλύσια Πεδία, οι Εσπερίδες, κλπ).
Νομίζω πως όλα αυτά είναι πιο παρατραβηγμένα από το να συνδέσεις το περσικό Pari με το Phari και ακόμη και με το Pharaoh, ή το FarFetched με το FairyFetched.   
Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται πως οι παραπάνω ακαδημαϊκοί συλλογισμοί συνδέονται με κάποια πράγματα που είτε οι ακαδημαϊκοί δεν τα έχουν υπόψη τους, είτε τα θεωρούν αμελητέα, ενώ παραδόξως μόνο υπό το φως αυτών των αμελητέων πραγμάτων αποκτούν κάποια ενδιαφέρουσα χροιά οι συλλογισμοί τους. Κι αυτά είναι, κατά την γνώμη μου, τα παρακάτω :

.

Η ετυμολογική σημασία του λατινικού Fatum είναι «αυτό που έχει ειπωθεί», το «ειπωμένο» ή «μιλημένο» (από το ρήμα, Fari, Fati, ομιλώ), κάτι που χαλαρά συνδέεται με το πεπραγμένο και το πεπρωμένο (αλλά και με το spell, το ξόρκι, την γητειά, την ευχή, την ευλογία, την προσευχή, κλπ), και το νόημα όλων αυτών σχετίζεται με το πεπρωμένο που έχει εκφραστεί ή ειπωθεί από τους θεούς (όπως π.χ. σε ένα χρησμό ενός μαντείου), και κατ’ επέκταση σημαίνει την θεϊκή νομολογία, δηλαδή τους νόμους που έχουν σχεδιάσει –και αποκαλύψει– οι θεοί για τους ανθρώπους.
Ας πούμε, ένα Έπος, ή το Ragnarok των Σκανδιναβών, η Αποκάλυψη του Ιωάννη, η Θεία Κωμωδία του Δάντη, κ.ά., όλα τους είναι Fatum.
Στην Ρωμαϊκή μυθολογία, οι Fata, ήταν οι τρεις τρομερές αδελφές Nona, Decima, και Parcae, οι οποίες αποφάσιζαν την διάρκεια και την ποιότητα της ζωής κάθε ατόμου, κι αυτές οι αδελφές «συγγένευαν» με τις Μοίρες της αρχαίας Ελληνικής μυθολογίας: Κλωθώ, Λάχεσις, Ατροπός: εκείνη που κλώθει, εκείνη που μετράει κι εκείνη που κόβει. Αλλά και με τις ανάλογες τρεις αδελφές της Σκανδιναβικής μυθολογίας, τις Narns: Urd (Μοίρα), Verdandi (Αναγκαιότητα), Skuld (Ύπαρξη – απ’ όπου μάλλον προέρχεται και η αρχαία λέξη Skald, Σκάλδος –δηλαδή Βάρδος– εκείνος που υπάρχει και παρατηρεί ως μάρτυρας, ή εκείνος που εξιστορεί την ύπαρξη).

Ο Σαίξπηρ καταγράφει μία μακρινή απόηχο αυτής της τριπλής θεότητας στο σκοτεινό έργο Μάκμπεθ, όπου οι «Three Weird Sisters», οι τρεις παράξενες γριές αδελφές μάγισσες, προβλέπουν το μέλλον του Μάκμπεθ και του ΜακΝταφ όταν τις συναντούν στον δρόμο (βλέπε το περιβόητο «something wicked this way comes»). Πρέπει να σημειώσω ότι η λέξη Weird (παράξενο, αλλόκοτο) προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη Wyrd που σημαίνει μοίρα, πεπρωμένο.
Αυτά συνδέονται μόνο πολύ χαλαρά με τα Ξωτικά ή με τις ονομασίες Fairy και Fay ή με τις έννοιες που σχετίζονται με αυτά, και πρέπει να έχει συνδεθεί με αυτές τις λέξεις μέσω των μάντεων, δηλαδή των ιδιαίτερων ανθρώπων που επικοινωνούσαν με τα πνεύματα για να τους αποκαλύψουν τα μέλλοντα. Κι επειδή τα πνεύματα ή οι θεότητες (δαίμονες, αρχ.) που κατά την αρχαιότητα γνώριζαν το μέλλον, ήταν οι Μοίρες, ή Fatae, έτσι αυτό που οι μάντεις μετέφεραν στους ακροατές τους ήταν το Fatum, και αργότερα πρέπει οι θεότητες αυτές να ταυτίστηκαν γενικά με τα πνεύματα (καλά ή κακά) στην λαϊκή συνείδηση, οπότε η ακαδημαϊκή σκέψη  οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι τα «πνεύματα» και τα ξωτικά, ταυτίζονται.

.

Η λέξη Fata επιβιώνει στην ονομασία Fata Morgana : έτσι ονομάζεται ένας αντικατοπτρισμός (mirage) που παρατηρείται στην θάλασσα, (και, πιο συγκεκριμένα, μια σειρά οπτικών παράξενων φαινομένων που παρατηρούνται στην θάλασσα ανάμεσα στη Σικελία και στην Ιταλική ενδοχώρα), και συνηθίζεται να ονομάζονται έτσι τα μαγικά οράματα που εμφανίζονται σε συγκεκριμένους τόπους, όπως αντικατοπτρισμοί πολιτειών, νησιά που δεν υπάρχουν, μακρινές θέες χωρών που δεν είναι εκεί στην πραγματικότητα. Έτσι, είναι μία έννοια που θα μπορούσε να συνδέεται με την αόρατη Χώρα των Ξωτικών.
Από την άλλη, η ονομασία Fata Morgana δεν είναι παρά η Ιταλική μετάφραση του ονόματος της Morgan-le-fay, του Αγγλο-Γαλλικού ονόματος της θετής αδελφής του Βασιλιά Αρθούρου (γνωστής και ως Morgana), μιας θρυλικής μάγισσας που κατάφερε να φυλακίσει σε μια σπηλιά τον Μάγο Μέρλιν. Βλέπουμε κι εδώ το Fay να μεταφράζεται κακώς ως Fata, ενώ ήδη σημαίνει Fairy, Ξωτικό.

Στα Ουαλικά, Mor είναι η θάλασσα, και Ganne ο γλάρος, κι έτσι Morganne είναι το θαλασσοπούλι, ή ένα ξωτικό ή πνεύμα που εμφανίζεται ως θαλασσοπούλι, και Fata Morganne θα μπορούσε να σημαίνει τον χρησμό ή τον οιωνό που δίνει το θαλασσοπούλι με το πέταγμα ή το κρώξιμό του στους μάντεις. Παρ’ όλα αυτά, το φαινόμενο του μαγικού αντικατοπτρισμού της Fata Morgana είναι το όραμα μίας ανύπαρκτης χώρας ή νησιού…
Η μεσαιωνική Λατινική λέξη Fatare (enchant, μαγεύω, γοητεύω, κάνω γητειά ή ξόρκι), πρέπει να επηρέασε τους συσχετισμούς που επιχειρούν οι ακαδημαϊκοί, αφού εξελίχθηκε στην λέξη Fater, κι έπειτα στη λέξη Faer, αλλά αυτό έγινε επειδή η συγκεκριμένη έννοια γοητείας (γητειάς) συνδέθηκε με την μαγεία των ξωτικών, (μια μαγική αποπλάνηση που ονομάστηκε Faery, για να υποδηλώσει ένα Fairy Enchantment ή ένα Elfin Illusion, μια «ξωτικο-παραίσθηση»), κι έτσι από το μεσαιωνικό Faery προήλθε το Faer για να συνδεθεί με το FataerFater, και όχι το αντίστροφο. 

Θα προσπαθήσω εδώ να ξεκαθαρίσω όσο μπορώ αυτό το αρκετά περιπλεγμένο ζήτημα :
Πολύ παλαιότερα, η λέξη Fairy γραφόταν «Faerie» (συνήθως με δύο τελείες πάνω από το πρώτο «e», λόγω διαίρεσης, για να επισημαίνουν ότι η λέξη πρέπει να προφέρεται με τρεις συλλαβές: Fay-er-ie). Αν και οι δύο αυτές λέξεις είναι ιστορικά συνδεδεμένες, η λέξη Faerie δεν θα πρέπει να συγχέεται με την λέξη Fairy με τη σύγχρονή της έννοια, δηλαδή με τα όντα με τις μαγικές δυνάμεις, τα «Ξωτικά». Αυτά, αυθεντικά ονομάζονται Fay. (Και έτσι, η αόρατη «αδελφή» χώρα του Eire, της Ιρλανδίας ή Erin, εκτός από Fa-Eire, νοείται και ως Fay-Eire, Fayeire ή Faerie).
Για να γίνει κατανοητή λίγο καλύτερα αυτή η διαφορά, πρέπει ο αναγνώστης να αναλογιστεί το εξής: Για παράδειγμα, ο τόπος κατοικίας των Nuns (καλογριών) είναι «Nunnery» (γυναικεία μονή), ο τόπος που εργάζεται ο «Baker» (φούρναρης) είναι «Bakery» (φούρνος, αρτοπωλείο), ο τόπος που διαμένουν τα Pigs (γουρούνια) είναι «Piggery» (χοιροστάσιο), το μέρος που η νταντά (nurse) φυλάει τα παιδιά είναι «nursery», κι ο τόπος που κατοικούν τα Fays, τα ξωτικά, είναι «Faery», ή –κατά την παλαιά γραφή– «Faerie».
Faerie, Faery ή Fairy, είναι η Χώρα των Ξωτικών, και όχι τα ξωτικά (Fays).
Επίσης, για παράδειγμα, αυτό που κάνουν οι Knaves (κατεργάρηδες) είναι «Knavery» (κατεργαριά), η πρακτική των Thieves (κλεφτών) είναι «Thievery» (κλέψιμο), αυτό που κάνουν οι Witches (μάγισσες) είναι «Witchery» (μαγεία), έτσι και το Faerie ή Fairy είναι αυτό που κάνουν τα Fays, ας πούμε, η μαγεία (enchantment) των Ξωτικών.
Έτσι, λοιπόν, η λέξη Faerie σημαίνει ταυτόχρονα το μέρος που αποκαλούμε Χώρα των Ξωτικών (Fairyland) αλλά και αυτό το μαγικό που συμβαίνει εκεί.
Έπειτα από τον 16ο αιώνα, η λέξη Faerie αρχίζει σταδιακά να μεταλλάσσεται και από «χώρα των Fay» καταλήγει να σημαίνει τους κατοίκους του Faerie.
Έτσι, ο Έντμουντ Σπένσερ, γράφοντας το 1590 το έργο Faery Queen, εννοεί τον τόπο όταν λέει: «None that breatheth living aire does know where is that happy land of Faery…» («Κανείς απ’ αυτούς που αναπνέουν τον αέρα των ζωντανών δεν γνωρίζει πού βρίσκεται αυτή η ευτυχισμένη χώρα του Faery…» The Faery Queen, ii. Introduction).
Αργότερα, η λέξη Faerie χρησιμοποιείται ως τόπος μόνο από τους ποιητές.

.

Η λέξη Fay συνδέθηκε στενά με την λέξη Spray («Fays and Sprays»). To Spray προέρχεται από το Spirit (πνεύμα, LEsprit στα Γαλλικά, και πρέπει να επισημανθεί η συγγένεια του Αγγλικού Spray με το Γερμανικό Sprache, γλώσσα, ομιλία). Η σύγχρονη εκδοχή της λέξης σημαίνει ψεκάζω, ψεκασμός, ραντίζω, πίδακας, αφρός, σταγονίδια νερού, ακόμη και «αεροζόλ», σπρέι, και κατέληξε να σημαίνει όλα αυτά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η λέξη Οινό-πνευμα κατέληξε να σημαίνει το Αλκόολ –που ακόμη στα Αγγλικά τα οινοπνευματώδη αποκαλούνται spirits, πνεύματα.
Όμως, Spray αρχικά σήμαινε το πνεύμα εκείνο που εμφανίζεται φευγαλέα με την μορφή μικρού νέφους, στροβίλου, δροσιάς (dew), ή ανεξήγητου περαστικού ψύχους ή ρεύματος κρύου αέρα, φαινόμενα που τελικά συνδέθηκαν με την παρουσία των Ξωτικών. (Δηλαδή, Sprays είναι περίπου αυτό που εμείς αποκαλούμε «Αερικά»).
Είναι παράξενο, αλλά με όλα αυτά συνδέεται η Ελληνική λέξη Ατμόσφαιρα, και στην κυριολεξία αλλά και όπως την χρησιμοποιούμε στην καθομιλουμένη (με την έννοια του αισθητικά «ατμοσφαιρικού»).
Αυτό το αόρατο ή φευγαλέα αισθητό, πνευματικό και ατμοσφαιρικό πεδίο, των Fays και των Sprays, είναι η Χώρα των Ξωτικών, το Faerie, ή Fayland ή Fairyland, ο εξωτικός κόσμος, ο κόσμος που είναι «έξω από εδώ», τα εξωκοσμικά πεδία, ο Αλλόκοσμος (Otherworld ή Otherwhere) ή Αντίκοσμος

.

Ένα κομμάτι των θρύλων της Ιρλανδίας για το Fairyland, την Χώρα των Ξωτικών, φανερώνει μία πρώιμη φάση πεποιθήσεων για την ύπαρξη μίας περιόδου κατά την οποία τα πνεύματα που ξέρουμε ως «fairies» ήταν ακόμη «οι θεοί», και ο τόπος κατοικίας τους, ήταν μάλλον ένας παράδεισος παρά ένας νεραϊδότοπος.Οι αρχαιότερες αναφορές σε μία από αυτές τις θαυμαστές περιοχές που αργότερα κατέληξε να θεωρείται ως η σφαίρα ύπαρξης των ξωτικών, μπορούν να βρεθούν σε αρχαία Ιρλανδικά χειρόγραφα, που μεταλλάχθηκαν κατά την διάδοσή τους από τους Βάρδους, κι έπειτα από στόμα σε στόμα κι από ιστορία σε ιστορία.
Αυτός είναι ο τόπος που έμεινε να ονομάζεται «Otherworld» (o Άλλος Κόσμος, ο Αλλόκοσμος ή ο Αντίκοσμος), η μαγική περιοχή όπου αυθεντικά έμεναν οι θεοί των αρχαίων Κελτών. Αυτός ο τόπος βρισκόταν απομονωμένος πέρα από τον Ατλαντικό Ωκεανό – και η νησιωτική του μορφή συχνά τον ταυτίζει με τις λεγόμενες «Νήσους των Μακάρων» ή με τα μαγικά νησιά του Saint Brendan…
Αυτή την μαγική «Χώρα της Δύσης», που αόριστα τοποθετούνταν μακριά στην θάλασσα δυτικά της Ιρλανδίας, δεν νομίζω ότι θα είναι άτοπο να την συνδέσουμε ακόμη και με τον θρύλο της Ατλαντίδας, ή με τις πολλές δοξασίες για την ύπαρξη μίας ηπείρου που σήμερα γνωρίζουμε ως Αμερική. Θα μπορούσαμε, μάλιστα, να φτάσουμε στο σημείο να αναρωτηθούμε από πού ακριβώς προήλθε η ονομασία Far West που χρησιμοποιούσαν οι Πιονέροι… Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι παραδοσιακά οι Χώρες των Νεκρών ονομάζονταν «Χώρες της Δύσης», «Ηλύσια Πεδία» (τα απόκρυφα πεδία στα οποία πηγαίνει ο ήλιος την νύχτα, δυτικά), «Δυτικά Βασίλεια», κ.ά..

.

Το γεωγραφικό ζήτημα του Fairyland είναι ιδιαίτερα αινιγματικό και πολύπλοκο, διότι με την πάροδο των αιώνων έχει μεταλλαχθεί : από υπερπόντιος παράδεισος σε υποχθόνιο βασίλειο, κι έπειτα σε αόρατη αέρινη χώρα, κι έπειτα σε εναλλακτική ή παράλληλη πραγματικότητα, ενίοτε και όλα αυτά μαζί. 
Αυτή η μακάρια χώρα των θεών πέρα από τον ωκεανό (πριν καταλήξει να μετασχηματιστεί στο υπόγειο βασίλειο των Τουάθα ντε Ντανάν κάτω από την Ιρλανδία), είναι γνωστή με πολλά ονόματα : TireBeo (The Land of the Living, η Χώρα των Ζωντανών), TirnAill (The Otherworld, ο Αλλόκοσμος), Mag Mor (The Great Plain, η Μεγάλη Πεδιάδα), Mag Mell (The Pleasant Plain, η Ευχάριστη Πεδιάδα), κ.ά.
Αυτές οι ονομασίες, κατά την εποπτεία μου στο ζήτημα, φαίνεται πως είναι οι αρχαιότερες, και είναι σχετικά άγνωστες πλέον σήμερα.
Σχετικά νεότερες είναι οι πιο γνωστές ονομασίες της μαγικής αυτής χώρας, οι οποίες, κατά την γνώμη μου, δόθηκαν από τους Βάρδους : TirnanOg (The Land of the Young, η Χώρα της Νεότητας), Tir Tairngire (The Plain of Happiness, το Πεδίο της Ευτυχίας), και HyBreasail (Breasail’s Island, η Νήσος του Breasail, γνωστή και ως Ηigh Brasil ή Hy Brasilαπ’ όπου πήρε το όνομα της η Βραζιλία, Brazil).

.

.

Η μαγική TirnanOg, η Χώρα της Νεότητας, είναι η Χώρα των Ξωτικών (ή Εξωχώρα, αν προτιμάτε, μία χώρα έξω από τον Χώρο και τον Χρόνο), όπου όλοι είναι νέοι και αθάνατοι και όπου ο χρόνος δεν κυλά, και όποιος γίνει δεκτός εκεί δεν γερνά ποτέ.
Σύμφωνα με τους Kελτικούς μύθους, εκεί ταξιδεύει ο ήρωας Oisin, και εκεί κατοικεί ερωτευμένος με «την Kόρη του Bασιλιά των Ξωτικών», (The King of Elflands Daughter, βλέπε και το ομώνυμο έργο του Λόρδου Ντάνσανυ), αλλά όταν αποφασίζει να γυρίσει πίσω στην πατρίδα του καβάλα στο μαγικό άλογο Πούκα, ανακαλύπτει ότι όλοι οι δικοί του έχουν πεθάνει πριν από αιώνες! Και μόλις πατάει το πόδι του στο έδαφος, (παρακούοντας έτσι τις προειδοποιήσεις των Fairies να μην ξεπεζέψει από την Πούκα), γίνεται κι αυτός στάχτη, διότι ο χρόνος στην Tir-nan-Og δεν κυλούσε, κι ο Oisin έπρεπε να είχε πεθάνει πριν από πολύ καιρό, κι ο χρόνος άρχισε πάλι να «μετράει» γι’ αυτόν μόλις πάτησε το πόδι του στην γη.
H Tir Tairngire, φαίνεται να ταυτίζεται με το Isle of Man (την Νήσο του Μαν), στην Ιρλανδική Θάλασσα, (ένα ανεξάρτητο νησί ανάμεσα στην Ουαλία και στην Ιρλανδία), και θεωρείται το βασίλειο του θαλάσσιου θεού Manannan (βλέπε το ουαλικό έργο Mabinogion). Ένας από τους πολλούς τόπους του Κελτικού κόσμου που έχει διπλή γεωγραφία, μία ορατή και μία παράλληλη αόρατη.
Το Hy-Breasail (ή Ηy-Brasil) έδωσε τελικά το όνομά του στην Βραζιλία (Brasil, Brazil), αφού όταν οι θαλασσοπόροι εξερευνητές ανακάλυψαν αυτήν την περιοχή της Νότιας Αμερικής, είτε θεώρησαν ότι ανακάλυψαν το Hy-Brasil, είτε θυμήθηκαν τους θρύλους και αποφάσισαν να δώσουν αυτό το όνομα στην χώρα.
Οι Τουάθα ντε Ντανάν (Tuatha De Danann), οι αρχαίοι θεοί (που αργότερα θεωρούνται είτε ως οι ίδιοι οι Fairies, είτε ως οι θεοί ή πρόγονοι των Fairies), σύμφωνα με το αρχαίο ιρλανδικό Βιβλίο των Εισβολών,  ήρθαν στην Ιρλανδία από τις Χώρες της Δύσης πέρα από τον ωκεανό, έζησαν και έκαναν τους πολέμους τους στο Eire, και αργότερα, όταν ηττήθηκαν από τους Κέλτες Milesians, κάποιες ομάδες απ’ αυτούς επέστρεψαν στον υπερπόντιο Παράδεισό τους στα Δυτικά, ενώ οι άλλες ομάδες, υπό την ηγεμονία του βασιλιά τους, του Dagda, αποσύρθηκαν στο υπέδαφος της Ιρλανδίας (στην Ιρλανδική Κούφια Γη), και οι είσοδοι στο βασίλειό τους υπάρχουν μόνο μέσα από κούφιους λόφους ή mounds («τούμπες»), που συχνά ονομάζονται επίσης Sidhe, ή SidheMounds ή Fairy Hills.  

Το τμήμα εκείνο της Χώρας των Ξωτικών που αγγίζει τον κόσμο των ανθρώπων, ονομάζεται και «Annwvyn» (Ανουβίν, λέξη Ουαλικής προέλευσης), και είναι το γήινο βασίλειο των «Aes Sidhe» (Mound People) που είναι ο Νεραϊδολαός των Λόφων. Τα ξωτικά ζουν εκεί, μέσα σε κούφιους λοφίσκους σκεπασμένους από χορτάρι, πολύ καλά καμουφλαρισμένους, που κρύβουν τεράστιες σπηλιές που αντηχούν από γέλια, χορούς και μουσική.
Πολλοί Ιρλανδοί Βάρδοι, που άκουσαν τα τραγούδια και τις μουσικές των Sidhe, τα μετέφεραν στην Ιρλανδική μουσική παράδοση, και υπάρχουν μέχρι και σήμερα ηχογραφήσεις μουσικών οι οποίοι παίζουν τα τραγούδια των ξωτικών (elfsongs).
Ο Χρόνος μέσα σ’ ένα μυστικό Sidhe Mound περνά πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι έξω από αυτό. Αμέτρητες ιστορίες διηγούνται για ανθρώπους που τους απήγαγαν τα ξωτικά, ή που κατάφεραν να μπουν απρόσκλητοι μέσα σε κάποια από αυτά τα μέρη, και κόλλησαν εκεί χορεύοντας και γελώντας χωρίς να ξέρουν πόσος χρόνος πέρασε. Όταν βγήκαν, βρήκαν τους συνομήλικους τους γερασμένους, ενώ αυτοί ήταν ακόμη νέοι, νομίζοντας πως είχαν περάσει μόνο λίγες ώρες ή λίγες μέρες.
Στην Ιρλανδική ύπαιθρο υπάρχουν πολλά αρχαία ερείπια κάστρων, που οι ντόπιοι τα ονομάζουν «Ξωτικοκάστρα» (Faerie Castles), και είναι οι πιο αγαπημένοι τόποι συνάντησης των ξωτικών, τις νύχτες. Κανείς δεν τολμά να περάσει την νύχτα δίπλα από ένα Ξωτικοκάστρο, πόσο μάλλον να διανυκτερεύσει εκεί…

.

Παραθέτω εδώ ένα απόσπασμα από την εξαιρετικά παράξενη νουβέλα The White People (Ο Λευκός Λαός) του μεγάλου συγγραφέα του Φανταστικού, Άρθουρ Μάχεν. Πρόκειται για μια διήγηση που –ανάμεσα σε πολλές άλλες– έχει αντλήσει από την παράδοση :
(Η μετάφραση είναι δική μου) :
«. . .Μια φορά, ένας νεαρός άνδρας είχε πάει για κυνήγι, και αυτός και τα κυνηγόσκυλα του έψαχναν παντού για κάποιο θήραμα, διέσχισαν ποτάμια, μπήκαν σε δάση και ανέβηκαν σε λόφους, όλη την ημέρα, χωρίς να βρουν τίποτε, ώσπου ο ήλιος άρχισε να δύει αγγίζοντας το βουνό. Τότε, μέσα στο σούρουπο, είδε μέσα από τα φυλλώματα μπροστά του να βγαίνει ένα αρσενικό πανέμορφο λευκό ελάφι.
»Αμέσως φώναξε τα κυνηγόσκυλα του, αλλά αυτά έσκουζαν και δεν ήθελαν να τον ακολουθήσουν, και κάλεσε το άλογο του αλλά αυτό έτρεμε και ίδρωνε και έστεκε ακίνητο. Τότε άρχισε να τρέχει πίσω από το λευκό ελάφι ολομόναχος. Και, γρήγορα έπεσε η νύχτα, χωρίς άστρα και φεγγάρι, κι όλα ήταν τόσο σκοτεινά αλλά αυτός ξεχώριζε το λευκό του ελαφιού και έτρεχε πίσω του, και το ελάφι έτρεχε όλο και πιο μακριά μέσα στο σκοτάδι. Κι ο κυνηγός δεν το πυροβολούσε, μόνο έτρεχε γιατί ήθελε να το πιάσει ζωντανό.
»Κι έτρεχαν, έτρεχαν μέσα στη νύχτα, ώσπου ο νεαρός δεν ήξερε που βρισκόταν πια, κι όλο νόμιζε πως το είχε χάσει, κι όλο αυτό ξαναεμφανιζόταν και τον παρέσερνε μέσα σε τεράστια σκοτεινά δάση, αλλά το ελάφι έτρεχε πάντα γρηγορότερα και δεν μπορούσε να το πιάσει…
»Κάποτε ο ήλιος ανέτειλε, και ο κυνηγός αντίκρισε γύρω του μια χώρα που δεν την είχε ξαναδεί ποτέ του.
»Ήταν μια όμορφη κοιλάδα με ένα ρυάκι, και μ’ ένα μεγάλο στρογγυλό λόφο στο μέσον της. Το ελάφι φαινόταν ότι είχε κουραστεί, και καθώς αυτός τινάχτηκε για να το αρπάξει, αυτό εξαφανίστηκε σαν φάντασμα μέσα στην γη…κι ο κυνηγός άρχισε να κλαίει από απόγνωση… Αλλά, καθώς έκλαιγε, είδε μια πόρτα πάνω στον λόφο, την άνοιξε και μπήκε μέσα.
»Ήταν πολύ σκοτεινά, αλλά προχώρησε γιατί σκέφτηκε ότι ίσως εκεί να έβρισκε το λευκό ελάφι. Και ξαφνικά το μέρος μέσα στον λόφο φωτίστηκε, και είδε τον ουρανό και τον ήλιο να λάμπει, κι άκουγε παράξενα κελαηδίσματα και είδε και μια υπέροχη πηγή. Και εκεί, στην πηγή, καθόταν μια πανέμορφη γυναίκα και έβρεχε τα γυμνά της πόδια, κι αυτή ήταν η Βασίλισσα των Ξωτικών.
»Αυτή του είπε πως είχε μεταμορφωθεί σε ελάφι για να τον οδηγήσει εκεί, γιατί τον αγαπούσε πολύ. Έπειτα έβγαλε ένα μεγάλο χρυσό δισκοπότηρο στολισμένο με διαμάντια από το νεραϊδοπαλάτι της, και του πρόσφερε κρασί για να πιει.
»Κι αυτός ήπιε, κι όσο πιο πολύ έπινε τόσο πιο πολύ διψούσε, γιατί το κρασί ήταν μαγεμένο. Και φίλησε την πανέμορφη γυναίκα, κι αυτή έγινε γυναίκα του, κι έμεινε μέσα στον λόφο (;) όλη την ημέρα και όλη την νύχτα, ώσπου κοιμήθηκε, και όταν ξύπνησε βρέθηκε στο μέρος όπου είχε πρωτοδεί το ελάφι, στο δάσος μαζί με τα ζώα του.
»Και γύρισε στο σπίτι του, και έζησε χρόνια πολλά μέσα στην πιο βαθιά μελαγχολία. Και δεν ήθελε να ξαναφιλήσει άλλη γυναίκα, γιατί είχε φιλήσει την Βασίλισσα των Ξωτικών, και δεν ήθελε να ξαναπιεί απλό κρασί πια, γιατί είχε πιει από το μαγικό κρασί. . . .»

.

 

Οι σύγχρονοι Βάρδοι, στο Μπεν Μπάλμπεν (κοντά στο Σλάιγκο της Ιρλανδίας, στο χωριό Γκρέιντζ), διηγούνται συχνά την ιστορία ενός μικρού κοριτσιού, που ξαφνικά εξαφανίστηκε ένα βράδυ. Μεγάλος πανικός επικράτησε στο χωριό γιατί κυκλοφόρησε η φήμη ότι την πήραν τα Ξωτικά (οι Καλοί μας Γείτονες, οι Άρχοντες) επειδή ήταν πολύ όμορφη.
Ένας χωρικός διηγήθηκε ότι πάλεψε με όλη του την δύναμη για να τη συγκρατήσει και να μην την πάρουν, αλλά στο τέλος «εκείνοι» επικράτησαν, και αυτός ξαφνικά βρέθηκε να κρατά ένα σκουπόξυλο.
Ο αστυνόμος της περιοχής, αφού έψαξε σε όλα τα σπίτια, συμβούλεψε τους χωρικούς να κάψουν κάποια συγκεκριμένα αγριολούλουδα και αγριόχορτα που άρεσαν στα Ξωτικά, στο κέντρο του χωραφιού από το οποίο εξαφανίστηκε το κορίτσι. Όλοι πέρασαν όλη την νύχτα καίγοντας τα φυτά στο χωράφι, καθώς ο αστυνόμος επαναλάμβανε τα ξόρκια.
Το άλλο πρωί, το κοριτσάκι βρέθηκε να περιπλανιέται στο χωράφι, σαν χαμένο.
Είπε ότι οι «Άρχοντες» (The Gentry) την πήραν μαζί τους σε πολύ μακρινή απόσταση, καβάλα πάνω σε ένα ξωτικο-άλογο. Στο τέλος, είδε ένα μεγάλο πολύ λαμπερό ποταμό, και μέσα του είδε και τον άνθρωπο που προσπάθησε να τη συγκρατήσει για να μην την πάρουν, τον είδε να τον παρασέρνει το ρεύμα και να απομακρύνεται μέσα σ’ ένα μεγάλο κοχύλι προς τα κάτω… Ύστερα την πήγαν σ’ ένα παράξενο νησί στη μέση του ποταμού, όπου είχε μια μεγάλη μηλιά, και της έδωσαν να φάει μήλα και χόρεψαν μαζί της.
Ύστερα φάνηκε μια φωτιά από μακριά, και αμέσως όλοι μαζί έτρεξαν προς τα εκεί, και ο άνεμος είχε πολύ παράξενη μυρωδιά. Στον δρόμο, τής ανέφεραν τα ονόματα διάφορων ανθρώπων της περιοχής, οι οποίοι επρόκειτο να πεθάνουν σύντομα. Όλα οι άνθρωποι που ανέφερε το κορίτσι στους έκπληκτους χωρικούς, πέθαναν σε σύντομο χρονικό διάστημα….

.

.

.

Ένα γενικό συμπέρασμα για το βασίλειο του Faerie, είναι ότι τελικά δεν είναι σχεδόν ποτέ καθόλου ξεκάθαρο αν πρόκειται για μία αόρατη χώρα ή έναν παράλληλο κόσμο ή μία εναλλακτική πραγματικότητα του χωρόχρονου, για ένα υπόγειο βασίλειο στην Κούφια Γη ή για κρυφές υποχθόνιες πολιτείες κάτω από mounds, για μία μαγική «γοητευτική» παραίσθηση (ένα «Fairy» των Fays, ένα «state of enchantment») που συνιστά ένα ψυχεδελικό ταξίδι, για μία ονειρική γεωγραφία, ή για τόπους στους οποίους κάτω από συγκεκριμένες ειδικές περιστάσεις κάποιος μπορεί να αποκτήσει την πρόσβαση, παραισθητικά, ονειρικά, ή ρεαλιστικά εξωκοσμικά, σε ένα «ατμοσφαιρικό» πεδίο ή σε μία παράλληλη πραγματικότητα, ή, τέλος, για τόπους στους οποίους δίνεται η πρόσβαση για την μυστική «Χώρα της Δύσης», τον κόσμο των πνευμάτων, τον Άδη, την χώρα των νεκρών, ή την χώρα των θεών, ή ακόμη και το πεδίο-κρυσφύγετο των Εκπεσόντων Αγγέλων, (όπως μερικές φορές θεωρούνται τα Ξωτικά)…

.

Ίσως το αρχαιότερο ιερό βιβλίο των Κελτών έχει τον τίτλο Dinnshenchas (Ντιννσένχας), και είναι μια μυθολογική γεωγραφία της Ιρλανδίας, δηλαδή ουσιαστικά ένα μαγικό σύγγραμμα που χαρτογραφεί το Faerie και καταδεικνύει τα σημεία που βρίσκονται οι «Πύλες», και τα μέρη που οι δύο παράλληλοι κόσμοι επικοινωνούν…

.

Οι Faerie, κατά τον 17ο αιώνα, έχουν περιγραφεί ως «ένα είδος υπερφυσικών όντων, μιας ενδιάμεσης φύσης ανάμεσα στους ανθρώπους και στους Αγγέλους».
Από περιγραφές σαν κι αυτήν, κατέληξαν σήμερα τα Ξωτικά να διεκδικούν όλο εκείνο το αόρατο πεδίο που δεν διεκδικείται πια από τους Αγγέλους ή τους Δαίμονες. Αν και, ακόμη κι εδώ, τα πράγματα είναι αρκετά μπερδεμένα: αφού άγγελος σημαίνει αγγελιαφόρος (messenger), δηλαδή μεσολαβητής ή διάμεσος επικοινωνίας, και η λέξη δαίμονας που σήμερα σημαίνει διάβολος, προέρχεται από το αρχαίο Eλληνικό δαίμων, που σημαίνει θεός (ή κατώτερη θεότητα, θεϊσκος), αλλά εννοεί και εκείνα τα υπερφυσικά όντα που λειτουργούν ως διάμεσοι ανάμεσα στους θεούς και στους ανθρώπους, έχοντας αντίστοιχα ενδιάμεση φύση.

Κατά την δική μου πολύχρονη μελέτη –και κατά τα ταξίδια μου– για τον εντοπισμό των παραμέτρων της γεωγραφικής ή φαντασματικής ύπαρξης του Faerie, της Χώρας των Ξωτικών, συμπέρανα ότι αυτή η ενδιάμεση κατάσταση που χαρακτηρίζει την ίδια την φύση των Ξωτικών, σαφώς τελικά χαρακτηρίζει και το Βασίλειό τους. Ένα «ατμοσφαιρικό» βασίλειο των ενδιάμεσων φάσεων, και οι πύλες του…
Εκεί που διαχωρίζονται τα ρεύματα των νερών των ποταμών, εκεί που φέγγει αχνά το ημίφως, εκεί που κάτι δεν είναι ξεκάθαρα το ένα ή το άλλο πράγμα, στα ξέφωτα των πυκνών δασών, στις διασταυρώσεις των δρόμων και στα ερημικά σταυροδρόμια, στις ερημικές ακτές και παραλίες, στα θαμνώδη όρια των χωραφιών και των λιβαδιών, στα κατώφλια, ανάμεσα από τις γραμμές, στους φράχτες και στα σύνορα των τοποθεσιών, στην άκρη του δάσους, στο χείλος του γκρεμού, στις παρακάμψεις, στους διαδρόμους και στις σκάλες και στις αποβάθρες, στους καθρέφτες, στα μικρά νησιά, στις χερσονήσους, στις παλιρροιακές λιμνούλες, στις όχθες των ποταμών και των λιμνών. . .σε κάθε τόπο στον φυσικό κόσμο που δεν είναι ξεκάθαρα ούτε το ένα ούτε το άλλο μέρος, που δεν είναι ένα συγκεκριμένο αλλά ένα μεταβατικό ή ενδιάμεσο μέρος : εκεί στέκει η πρόσβαση για το Faerie.
Στην «Χώρα της Σκιάς» (Shadowland), στις ενδιάμεσες σκιές της γεωγραφικής ή χρονικής πραγματικότητας. Για παράδειγμα, η όχθη ενός ποταμού δεν είναι ούτε ο ποταμός ούτε η ξηρά, είναι ένα ενδιάμεσο –συχνά εφήμερο– πεδίο. Ένα μικρό νησί μέσα στην θάλασσα, δεν είναι ούτε η θάλασσα ούτε η στεριά, το ίδιο και μία χερσόνησος ή μία αποβάθρα, κι οι σκάλες δεν είναι ούτε ο ένας όροφος ούτε ο άλλος.

.

Και, αφού «ενδιάμεσα» ή «γκρίζα» σημεία υπάρχουν στον Χώρο, τότε τέτοια υπάρχουν και στον Χρόνο. Η αυγή, το σούρουπο, το μεσημέρι, τα μεσάνυχτα, οι ισημερίες, τα ηλιοστάσια, η περίοδος λίγο πριν ή λίγο μετά την καταιγίδα, τα διαλείμματα, η ημισέληνος, το μέσον του μήνα ή του έτους, η νύχτα της παραμονής της πρωτοχρονιάς, το φθινόπωρο, η άνοιξη.
Οι «ενδιάμεσοι χρόνοι» («between times», «tween times» ή και «twin times», οι «δίδυμοι χρόνοι» ή οι «δίδυμες θέσεις»), είναι εκείνοι που δεν είναι ευδιάκριτοι ή προσδιορισμένοι, βρίσκονται ανάμεσα σε δύο καταστάσεις ή περιόδους που δεν είναι ξεκάθαρα η μία ή η άλλη. Για παράδειγμα, η αυγή, το χάραμα (η φάση που μοιάζει ίδια με το σούρουπο, το δειλινό), δεν είναι ούτε μέρα ούτε νύχτα, τα μεσάνυχτα δεν είναι ούτε η σημερινή ημέρα ούτε η αυριανή. Τον χειμώνα η Φύση κοιμάται και το καλοκαίρι είναι πλήρως δραστήρια, αλλά το φθινόπωρο ή την άνοιξη η Φύση βρίσκεται σε ενδιάμεση κατάσταση, ούτε ναρκωμένη ούτε πολύ δραστήρια, (κι έτσι τα πνεύματα της Φύσης ίσως είναι λιγότερο απασχολημένα και περισσότερο προσιτά). 
Αν συνδυαστούν τα χωρικά με τα χρονικά ενδιάμεσα σημεία, (π.χ. την άνοιξη, μεσάνυχτα με ημισέληνο στην όχθη ενός ποταμού) κι ίσως μαζί με την προσωπική αίσθηση ότι «εγώ δεν είμαι εγώ» (ας το πούμε έτσι), η πύλη να ανοίξει…
Εκεί, πάντα Ανάμεσα, απλώνεται η Χώρα των Ξωτικών.
Τα Sprays ίσως δείχνουν το δρόμο προς τα Fays, όταν το Faerie είναι πιο κοντά.
Ένα ξαφνικό και ανεξήγητο θρόισμα στα φυλλώματα των δέντρων, ένας ψίθυρος του ανέμου, ένας μικρός ανεμοστρόβιλος, τα στάχυα που λικνίζονται χωρίς άνεμο, ανεξήγητες και ξαφνικές ανατριχίλες και ρίγη που νιώθει κανείς όταν είναι μόνος στην ύπαιθρο, ένας κυματισμός στην επιφάνεια του νερού, μια ανεξήγητη και ανεξέλεγκτη παρόρμηση για γέλια και χάχανα, μια φράση που έρχεται και ξανάρχεται ασταμάτητα στον νού, μια νότα από το πουθενά, ένα τραγούδι ή φωνές, μια ανεξήγητη απώλεια χρόνου, ένα μικρό φως μέσα στο σκοτάδι…

.

Ακόμη και η λέξη Διάβολος (που προσωποποιεί όλα εκείνα που φοβόμαστε, δηλαδή το Άγνωστο), μπορεί μεν να εννοεί εκείνον που διαβάλλει, αλλά κυριολεκτικά σημαίνει εκείνον που ρίχνει ανάμεσα (δια: ανάμεσα, βάλλω: ρίχνω, πετώ κάτι, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω), ίσως τον ίδιο ταξιδιώτη προς τη Χώρα των Ξωτικών. Και το «διαβάλλω» έχει μία στενή συγγένεια με το «διαβάζω». Άλλωστε, ακόμη και η λέξη διάβαση, σημαίνει βαδίζω ανάμεσα (διαβαίνω).

.

Υπάρχουν και πάντοτε υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι στην Ιρλανδία και στην Σκωτία, που ο λαός τους αποκαλεί «Faery-doctors» (όχι με την έννοια του γιατρού ή του εξορκιστή, αλλά με την έννοια του ειδικού, του δασκάλου). Αυτοί είναι οι άνθρωποι που έχουν το «Second-Sight», την «Δεύτερη Όραση», που μπορούν να δουν τους Fairies.
Τριγυρνούν τις νύχτες για να καταγράψουν τις παράξενες καταστάσεις που δημιουργούν οι Sidhe. Για τα εκπαιδευμένα τους αυτιά και μάτια, τα λιβάδια είναι γεμάτα από κοκκινοσκούφηδες καβαλάρηδες, και ο αέρας βουίζει από διαπεραστικές φωνές, ένας ήχος σαν σφύριγμα, που είναι τελείως διαφορετικός από τηn φωνή των Αγγέλων που –όπως λέει ένας από αυτούς, ο Πάντυ Φλινν– «…μιλούν πολύ με το λαρύγγι, σαν τους Ιρλανδούς…»
Θυμάμαι κάτι που έλεγε ο Πάντυ Φλινν για τον Παράδεισο, ήταν κάτι που ακούγεται πολύ όμορφα στα Gaelic:
«Mo a ceiliur y glwys yr angel ym mharadwys…» (Μo ε κεηλίουρ ι γκλουίς ιρ ανγκέλ ιμ μχαραδουίς…) που σημαίνει: «Ακούω την τραγουδιστή χαρά των Αγγέλων του Παραδείσου…»

.

Ο Πάντυ Φλινν έλεγε πως αν είσαι καλός άνθρωπος, και είσαι «πολύ χαμογελαστός ή πολύ θλιμμένος», και ίσως οι άλλοι σε κοροϊδεύουν σαν «ονειροπαρμένο», και προσέχεις πράγματα που οι άλλοι δεν προσέχουν, τότε οι «Άρχοντες» μπορεί να σε πάρουν μαζί τους, σε εκείνη την θαυμαστή χώρα –όπως έλεγε ο γερο-Πάντυ– όπου: «…geabheadh tu an sonas aer pighin…» δηλαδή: «…μπορείς να αγοράσεις την ευτυχία με μια δεκάρα…»

strange-egnartsΠαντελής Β. Γιαννουλάκης ©

ενεργό link
Τεχνική υποστήριξη, κατασκευή ιστοσελίδας: Charles Bukowski(7SPY), e-mail: spy7ross7@gmail.com