Ο Φόρκυς, η Κητώ και τα τέκνα τους δεν συμμετείχαν στην Γιγαντομαχία, μένοντας πίσω ως εφεδρείες του ερπετοειδούς συνασπισμού.
Η Έχιδνα δε έμεινε από την γέννησή της στο σπήλαιό της, μέχρις ότου ήλθε εκεί από τον Τάρταρο-υποσύμπαν ο Τυφών. Κατόπιν τούτου δε, η Έχιδνα έσμιξε με κάποιον υλο-ενεργειακό τρόπο-ομοίως με τους γονείς της-με εκείνον και γέννησε τον Όρθο, τον Κέρβερο, την Λερναία Ύδρα, την Χίμαιρα και, προφανώς μετά απ’αυτούς, την Φαιά.Και ύστερα, έσμιξε με όμοιο υλο-ενεργειακό τρόπο με τον Όρθο και γέννησε την Σφίγγα και τον λέοντα της Νεμέας.Ο τόπος δε αυτών των γεννήσεων συνάγεται από μία αναφορά του Κοϊντου Σμυρναίου ότι ο Κέρβερος γεννήθηκε «υπό κρυερού άντρου εγγύς της σκληρής μελανής νυκτός.(Τα μεθ’Όμηρον, ΣΤ.261-263).Δηλαδή, γεννήθηκε εις ένα ζοφερό σπήλαιο στα έγκατα της Γής, το οποίο είναι προφανές το σπήλαιο της Έχιδνας.Και αφού ο Κέρβερος γεννήθηκε εκεί, προφανώς το ίδιο έγινε και με τα άλλα τέκνα της Έχιδνας.
Ως τέκνα του Τυφώνος και της Έχιδνας όλα αυτά τα όντα ήσαν υπερφυσικά.Εξ αυτών δε, ο Κέρβερος, ως φύλαξ των πυλών του Άδη, και η Λερναία Ύδρα ως πρός την μεσαία κεφαλή της είναι αθάνατοι.Αλλά και οι υπόλοιποι εξ αυτών των φοβερών γόνων, αφού γεννήθηκαν λίγο προ της Τυφωνομαχίας και πέθαναν οι μεν Όρθος και λέων της Νεμέας επί του Αμφιτρυωνιάδη Ηρακλέους, η Χίμαιρα επί του Βελλερεφόντη, ο οποίος έζησε τρείς γενεές προ του Αμφιτρυωνιάδη Ηρακλέους, η Φαιά επί του συγχρόνου του Αμφιτρυωνιάδη Ηρακλέους Θησέως και η Σφίγξ επί του συγχρόνου των προηγουμένων Οιδίποδος, είναι προφανές ότι έζησαν επί τεράστιο χρονικό διάστημα.Το μήκος δε αυτού συνάγεται από μία αναφορά του Υγίνου, βασισμένη στον μέγιστο Έλληνα ποιητή του 5ου αιώνος π.Χ. Αισχύλου, ότι ο Προμηθεύς έμεινε δεμένος στον Καύκασο επί 30.000 έτη, μέχρις ότου ο Αμφιτρυωνιάδης Ηρακλής φόνευσε τον αετό του Διός που έτρωγε καθημερινά το ήπαρ του και τον απελευθέρωσε.(Μύθοι, 54 και 144-Αστρονομικά, 2.15).Αφού λοιπόν ο Προμηθεύς δέθηκε από τον Δία στον Καύκασο μετά την εδραίωση της εξουσίας των Ολυμπίων θεών, ήτοι μετά και την Τυφωνομαχία, ο Όρθος, η Χίμαιρα, η Φαιά, η Σφίγξ και ο λέων της Νεμέας έζησαν επί περίπου 30.000 έτη.Προφανώς λοιπόν, ήταν αγέραστοι-πράγμα που ειδικότερα για την Χίμαιρα προκύπτει και από την αναφορά του Ομήρου ότι αυτή «ήταν θείος γόνος και όχι ανθρώπινος»-αλλά όχι και αθάνατοι, καθώς μπορούσαν να πεθάνουν από βαρύ τραυματισμό.1
Το όνομα της Λερναίας Ύδρας σημαίνει «υδρόβιος όφις της Λέρνης», δηλώνοντας ότι η Λερναία Ύδρα ήταν ένα υδρόβιο οφιοειδές ερπετό που ζούσε στο έλος της Λέρνης. Εις όλες δε σχεδόν τις ευρεθείσες απεικονίσεις της παρουσιάζεται ως εννεακέφαλο οφιοειδές ερπετό, αλλά εις ένα Ρωμαϊκό μωσαϊκό του 2ου αιώνος μ.Χ. απεικονίζεται διαφορετικά: Ως οφιοειδές ερπετό με μεσαία κεφαλή που είναι κάτι μεταξύ κεφαλής γυναικός και κεφαλής όφεως και έξι κεφαλές όφεων πέριξ αυτής. (http://www.theoi.com/Gallery/Z26.1B.html).
Το όνομα της Χίμαιρας σημαίνει αίξ, υποδηλώνοντας την μεσαία, αίγεια, κεφαλή της.Στις ευρεθείσες απεικονίσεις της δε παρουσιάζεται με σώμα και πρόσθια κεφαλή λέοντος, μεσαία κεφαλή αιγός και όφιν ως ουρά, ενώ εις δύο εξ αυτών, ένα Αττικό ερυθρόμορφο αγγείο του 5ου αιώνος π.Χ. και ένα Απουλικό ερυθρόμορφο πιάτο του 4ου αιώνος π.Χ., απεικονίζεται και με μαστούς αιγός.(http://www.theoi.com/Gallery/M14.4.html -http://en.wikipedia.org/wiki/File:Chime ... e_K362.jpg).Συνδυάζοντας λοιπόν αυτές τις απεικονίσεις της Χίμαιρας με τις παρόμοιες περιγραφές της από τον Ησίοδο, τον Όμηρο και τον Απολλόδωρο συμπεραίνουμε ότι αυτή είχε πρόσθια κεφαλή λέοντος και μεσαία αιγός, κορμό έμπροσθεν λέοντος και πίσω αιγός, πόδια λέοντος και οφιοειδή δράκοντα ως ουρά, πιθανότατα δε και φλογερούς οφθαλμούς-όπως οι γονείς της.
Η Χίμαιρα ηταν λοιπόν ένα αγέραστο και τερατώδες υπερφυσικό υβρίδιο λέοντος, αιγός και οφιοειδούς δράκοντος.Είχε δε τεράστιο μέγεθος, όπως προκύπτει από τον χαρακτηρισμό της από τον Ησίοδο ως μεγάλης, μεγάλη ταχύτητα, όπως προκύπτει από τον χαρακτηρισμό της από τον Ησίοδο ως ταχύποδος, και φοβερή δύναμη, όπως προκύπτει από τον χαρακτηρισμό της από τον Ησίοδο ως κρατερής, από τον χαρακτηρισμό της από τον Όμηρο ως ακαταμάχητης και από τον χαρακτηρισμό τος από τον Απολλόδωρο ως «μη ευάλωτης όχι μόνο από έναν, αλλά και από πολλούς».Αλλά το τρομερότερο χαρακτηριστικό της ήταν το «ακαταμάχητο πύρ», το «δεινό μένος φλογερού πυρός» που απέπνεε από την αίγεια κεφαλή της, πράγμα που υποδηλώνει ότι είχε κληρονομήσει την ικανότητα πυροκινήσεως του πατρός της.
Το όνομα της Φαιάς σημαίνει φαιά, γκρίζη, υποδηλώνοντας ότι η Φαιά ήταν φαιόχρωμη.Ήταν δε μία αγέραστη υπερφυσική κάπραινα και είχε προφανώς μέγα μέγεθος και φοβερή δύναμη και ταχύτητα, πιθανότατα δε και φλογερούς οφθαλμούς-όπως οι γονείς της.
Το όνομα της Σφιγγός προέρχεται από την λέξη σφίγγω (=σφίγγω, κρατώ σφικτά, δένω σφικτά) και σημαίνει «η σφίγγουσα, στραγγαλίζουσα», υποδηλώνοντας ότι η Σφίγξ στραγγάλιζε τα θύματα της.Στις ευρεθείσες απεικονίσεις της δε παρουσιάζεται όπως την περιγράφει ο Απολλόδωρος, με κεφαλή γυναικός, σώμα λέοντος και πτέρυγες πτηνού.Ήταν λοιπόν ένα αγέραστο και τερατώδες υπερφυσικό υβρίδιο ανθρώπου, λέοντος και πτηνού, πιθανότατα με φλογερούς οφθαλμούς-όπως οι γονείς της.Προφανώς δε, είχε μέγα μέγεθος και φοβερή δύναμη και μπορούσε να πετά με μεγάλη ταχύτητα δια των πτερύγων της.Και ως ομιλούσα είχε πλήρη νοημοσύνη, τουλάχιστον ίση με ανθρώπου.
Ως τέκνα του Τυφώνος και της Έχιδνας όλα αυτά τα όντα ήσαν υπερφυσικά.Εξ αυτών δε, ο Κέρβερος, ως φύλαξ των πυλών του Άδη, και η Λερναία Ύδρα ως πρός την μεσαία κεφαλή της είναι αθάνατοι.Αλλά και οι υπόλοιποι εξ αυτών των φοβερών γόνων, αφού γεννήθηκαν λίγο προ της Τυφωνομαχίας και πέθαναν οι μεν Όρθος και λέων της Νεμέας επί του Αμφιτρυωνιάδη Ηρακλέους, η Χίμαιρα επί του Βελλερεφόντη, ο οποίος έζησε τρείς γενεές προ του Αμφιτρυωνιάδη Ηρακλέους, η Φαιά επί του συγχρόνου του Αμφιτρυωνιάδη Ηρακλέους Θησέως και η Σφίγξ επί του συγχρόνου των προηγουμένων Οιδίποδος, είναι προφανές ότι έζησαν επί τεράστιο χρονικό διάστημα.Το μήκος δε αυτού συνάγεται από μία αναφορά του Υγίνου, βασισμένη στον μέγιστο Έλληνα ποιητή του 5ου αιώνος π.Χ. Αισχύλου, ότι ο Προμηθεύς έμεινε δεμένος στον Καύκασο επί 30.000 έτη, μέχρις ότου ο Αμφιτρυωνιάδης Ηρακλής φόνευσε τον αετό του Διός που έτρωγε καθημερινά το ήπαρ του και τον απελευθέρωσε.(Μύθοι, 54 και 144-Αστρονομικά, 2.15).Αφού λοιπόν ο Προμηθεύς δέθηκε από τον Δία στον Καύκασο μετά την εδραίωση της εξουσίας των Ολυμπίων θεών, ήτοι μετά και την Τυφωνομαχία, ο Όρθος, η Χίμαιρα, η Φαιά, η Σφίγξ και ο λέων της Νεμέας έζησαν επί περίπου 30.000 έτη.Προφανώς λοιπόν, ήταν αγέραστοι-πράγμα που ειδικότερα για την Χίμαιρα προκύπτει και από την αναφορά του Ομήρου ότι αυτή «ήταν θείος γόνος και όχι ανθρώπινος»-αλλά όχι και αθάνατοι, καθώς μπορούσαν να πεθάνουν από βαρύ τραυματισμό.1
Το όνομα του πρεσβυτέρου των Τυφωνιδών, Όρθου, το οποίο αναφέρεται από τον Κόϊντο Σμυρναίο ως Όρθος (Τα μεθ’Όμηρον, ΣΤ.253), προέρχεται από την λέξη όρθρος (=λυκαυγές, χαραυγή) και σημαίνει το ίδιο με αυτή, υποδηλώνοντας ότι ο Όρθος ήλθε από την νύκτα-σκότος στην ημέρα-φώς, ήτοι από το υποχθόνιο σπήλαιο της μητρός του στην επιφάνεια της Γής.Η αναφορά δε του Απολλοδώρου ότι ο Όρθος ήταν δικέφαλος επιβεβαιώνεται από την παρουσίασή του ούτως και στις τρείς ευρεθείσες απεικονίσεις του, δύο εις Αττικά μελανόμορφα αγγεία του 6ου αιώνος π.Χ. και μία εις Αττικό ερυθρόμορφο αγγείο του ιδίου αιώνος.
Στην τρίτη δε εξ αυτών των αγγειογραφιών ο Όρθος απεικονίζεται και με όφιν ως ουρά, πράγμα που υποδηλώνει ότι είχε ερπετοειδή ουρά.
Ο Όρθος ήταν λοιπόν ένας αγέραστος και τερατώδης υπερφυσικός κύων, με δύο κεφαλές, ερπετοειδή ουρά και πιθανότατα φλογερούς οφθαλμούς-όπως οι γονείς του. Προφανώς δε, είχε μέγα μέγεθος και φοβερή δύναμη και ταχύτητα, ενώ η μείξις του με την Έχιδνα υποδηλώνει ότι είχε κάποια στοιχειώδη νοημοσύνη-πάντως κατώτερη από ανθρώπου.
Ο Όρθος ήταν λοιπόν ένας αγέραστος και τερατώδης υπερφυσικός κύων, με δύο κεφαλές, ερπετοειδή ουρά και πιθανότατα φλογερούς οφθαλμούς-όπως οι γονείς του. Προφανώς δε, είχε μέγα μέγεθος και φοβερή δύναμη και ταχύτητα, ενώ η μείξις του με την Έχιδνα υποδηλώνει ότι είχε κάποια στοιχειώδη νοημοσύνη-πάντως κατώτερη από ανθρώπου.
Το όνομα του Κερβέρου είναι σύνθετο, εκ των Κήρ (=δαιμόνισσα του θανάτου) και έρεβος (=σκότος του Κάτω Κόσμου, σκότος)-ήτοι Κηρέρεβος→Κερέρεβος→ Κέρβερος-και σημαίνει «¨θανατηφόρος δαίμων του ερέβους», υποδηλώνοντας ότι ο Κέρβερος είναι ο τρομερός φύλαξ των πυλών του Άδη, ο οποίος καταβροχθίζει όποιον προσπαθήση να εξέλθη απ’αυτές. Στις ευρεθείσες απεικονίσεις του δε παρουσιάζεται με ποικίλους τρόπους: Ως τρικέφαλος και με σπείρες όφεων αναδυόμενες από το πρόσθιο μέρος του σώματός του εις ένα Καιρετανικό2 μελανόμορφο αγγείο του 6ου αιώνος π.Χ. (http://www.theoi.com/Gallery/ M12.1.html), ως δικέφαλος εις ένα Αττικό μελανόμορφο αγγείο και δύο Αττικά ερυθρόμορφα αγγεία του 6ου αιώνος π.Χ. (http://www.theoi.com/Gallery/ M12.3.html-http://www.theoi.com/Gallery/M12.5.html-http://www.theoi.com/ Gallery/M12.2.html), ως τρικέφαλος, με σπείρες όφεων αναδυόμενες από το σώμα του και όφιν ως ουρά εις ένα Λακωνικό αγγείο του 6ου αιώνος π.Χ. (http://www.theoi.com/Gallery/M12.4.html), ως τρικέφαλος και με όφιν ως ουρά εις ένα Απουλικό3 αγγείο του 4ου αιώνος π.Χ. (http://www.theoi.com/Gallery/ T16.2B.html) και ως τρικέφαλος εις ένα Ρωμαϊκό γλυπτό του 2ου αιώνος μ.Χ. (http://commons.wikimedia.org/wiki/File: ... rberus.JPG).
Συνδυάζοντας αυτές τις ποικιλότροπες απεικονίσεις του Κερβέρου με τις περιγραφές του από τον Ησίοδο (πεντηκοντακέφαλος κύων) και τον Απολλόδωρο (τρικέφαλος κύων με δράκοντα ως ουρά και παντοειδείς κεφαλές όφεων στα νώτα του) συμπεραίνουμε ότι αυτός έχει ικανότητα μεταμορφώσεως, δυνάμενος να λαμβάνη ποικίλες τρομακτικές κυνοειδείς μορφές.Προφανώς δε, η αυθεντική μορφή του είναι αυτή που του αποδίδει ο Απολλόδωρος, αφού είναι η ενδιάμεση όλων αυτών των μορφών: Εις αυτή λοιπόν ο Κέρβερος είναι τρικέφαλος κύων με οφιοειδή δράκοντα ως ουρά και ερπετοειδή νώτα, όπως υποδηλώνουν οι κεφαλές όφεων στα νώτα του.
Ο Κέρβερος είναι λοιπόν ένας αθάνατος και τερατώδης υπερφυσικός κύων, με ικανότητα μεταμορφώσεως και πιθανότατα φλογερούς οφθαλμούς-όπως οι γονείς του.
Ο Κέρβερος είναι λοιπόν ένας αθάνατος και τερατώδης υπερφυσικός κύων, με ικανότητα μεταμορφώσεως και πιθανότατα φλογερούς οφθαλμούς-όπως οι γονείς του.
Έχει δε προφανώς μέγα μέγεθος και φοβερή ταχύτητα, καθώς και φοβερή δύναμη, όπως προκύπτει από τους χαρακτηρισμούς του από τον Ησίοδο ως ακαταμαχήτου, ακατανομάστου και κρατερού.
Και όπως συνάγεται από την έννοια του ονόματός του και το ότι είναι φύλαξ των πυλών του Άδη-συνεπώς και των εγκλείστων εις αυτόν ψυχών-έχει υλο-ενεργειακή υπόσταση και κάποια στοιχειώδη νοημοσύνη-πάντως κατώτερη από ανθρώπου.
Το όνομα της Λερναίας Ύδρας σημαίνει «υδρόβιος όφις της Λέρνης», δηλώνοντας ότι η Λερναία Ύδρα ήταν ένα υδρόβιο οφιοειδές ερπετό που ζούσε στο έλος της Λέρνης. Εις όλες δε σχεδόν τις ευρεθείσες απεικονίσεις της παρουσιάζεται ως εννεακέφαλο οφιοειδές ερπετό, αλλά εις ένα Ρωμαϊκό μωσαϊκό του 2ου αιώνος μ.Χ. απεικονίζεται διαφορετικά: Ως οφιοειδές ερπετό με μεσαία κεφαλή που είναι κάτι μεταξύ κεφαλής γυναικός και κεφαλής όφεως και έξι κεφαλές όφεων πέριξ αυτής. (http://www.theoi.com/Gallery/Z26.1B.html).
Τούτο λοιπόν υποδηλώνει ότι η Λερναία Ύδρα έχει κάποια στοιχειώδη νοημοσύνη στην μεσαία κεφαλή της-πάντως κατώτερη από ανθρώπου.Παράλληλα δε, συνδυάζοντας αυτή την απεικόνιση της Λερναίας Ύδρας με τις περιγραφές της από τον Διόδωρο Σικελιώτη (εκατοντακέφαλη ύδρα) και τον Απολλόδωρο (εννεακέφαλη ύδρα), καθώς και με την αναφορά του Αριστονίκου του Ταραντίνου ότι η μεσαία κεφαλή της ήταν χρυσή, συμπεραίνουμε ότι αυτή είχε ικανότητα μεταμορφώσεως, δυναμένη να λαμβάνη ποικίλες τρομακτικές ερπετοειδείς μορφές.Προφανώς δε, η αυθεντική μορφή της ήταν αυτή που τις αποδίδεται τις περισσότερες φορές, ήτοι εννεακέφαλη ύδρα.
Η Λερναία Ύδρα ήταν λοιπόν μία υπερφυσική, πολυκέφαλη και στοιχειωδώς νοήμων οφιοειδής δράκαινα, αθάνατη μεν ως πρός την μεσαία κεφαλή της, αλλά μόνο αγέραστη ως πρός το υπόλοιπο σώμα της, με ικανότητα μεταμορφώσεως και πιθανότατα φλογερούς οφθαλμούς-όπως οι γονείς της.Όπως προκύπτει δε από τις περιγραφές της από τον Διόδωρο Σικελιώτη και τον Απολλόδωρο, είχε τεράστιο μεγέθος και δύναμη, τοξικότατο δηλητήριο και εκπληκτική ικανότητα ιάσεως και αναπλάσεως του θνητού μέρους της, το οποίο μπορούσε να πεθάνη μόνο από βαριά εγκαύματα.Συνδυάζοντας δε αυτή την ικανότητα με την ικανότητα μεταμορφώσεώς της μπορούσε όχι απλώς να αναπλάθη ταχέως τις κοπτόμενες κεφαλές της, αλλά και να τις διπλασιάζη συγχρόνως.
Η Λερναία Ύδρα ήταν λοιπόν μία υπερφυσική, πολυκέφαλη και στοιχειωδώς νοήμων οφιοειδής δράκαινα, αθάνατη μεν ως πρός την μεσαία κεφαλή της, αλλά μόνο αγέραστη ως πρός το υπόλοιπο σώμα της, με ικανότητα μεταμορφώσεως και πιθανότατα φλογερούς οφθαλμούς-όπως οι γονείς της.Όπως προκύπτει δε από τις περιγραφές της από τον Διόδωρο Σικελιώτη και τον Απολλόδωρο, είχε τεράστιο μεγέθος και δύναμη, τοξικότατο δηλητήριο και εκπληκτική ικανότητα ιάσεως και αναπλάσεως του θνητού μέρους της, το οποίο μπορούσε να πεθάνη μόνο από βαριά εγκαύματα.Συνδυάζοντας δε αυτή την ικανότητα με την ικανότητα μεταμορφώσεώς της μπορούσε όχι απλώς να αναπλάθη ταχέως τις κοπτόμενες κεφαλές της, αλλά και να τις διπλασιάζη συγχρόνως.
Το όνομα της Χίμαιρας σημαίνει αίξ, υποδηλώνοντας την μεσαία, αίγεια, κεφαλή της.Στις ευρεθείσες απεικονίσεις της δε παρουσιάζεται με σώμα και πρόσθια κεφαλή λέοντος, μεσαία κεφαλή αιγός και όφιν ως ουρά, ενώ εις δύο εξ αυτών, ένα Αττικό ερυθρόμορφο αγγείο του 5ου αιώνος π.Χ. και ένα Απουλικό ερυθρόμορφο πιάτο του 4ου αιώνος π.Χ., απεικονίζεται και με μαστούς αιγός.(http://www.theoi.com/Gallery/M14.4.html -http://en.wikipedia.org/wiki/File:Chime ... e_K362.jpg).Συνδυάζοντας λοιπόν αυτές τις απεικονίσεις της Χίμαιρας με τις παρόμοιες περιγραφές της από τον Ησίοδο, τον Όμηρο και τον Απολλόδωρο συμπεραίνουμε ότι αυτή είχε πρόσθια κεφαλή λέοντος και μεσαία αιγός, κορμό έμπροσθεν λέοντος και πίσω αιγός, πόδια λέοντος και οφιοειδή δράκοντα ως ουρά, πιθανότατα δε και φλογερούς οφθαλμούς-όπως οι γονείς της.
Η Χίμαιρα ηταν λοιπόν ένα αγέραστο και τερατώδες υπερφυσικό υβρίδιο λέοντος, αιγός και οφιοειδούς δράκοντος.Είχε δε τεράστιο μέγεθος, όπως προκύπτει από τον χαρακτηρισμό της από τον Ησίοδο ως μεγάλης, μεγάλη ταχύτητα, όπως προκύπτει από τον χαρακτηρισμό της από τον Ησίοδο ως ταχύποδος, και φοβερή δύναμη, όπως προκύπτει από τον χαρακτηρισμό της από τον Ησίοδο ως κρατερής, από τον χαρακτηρισμό της από τον Όμηρο ως ακαταμάχητης και από τον χαρακτηρισμό τος από τον Απολλόδωρο ως «μη ευάλωτης όχι μόνο από έναν, αλλά και από πολλούς».Αλλά το τρομερότερο χαρακτηριστικό της ήταν το «ακαταμάχητο πύρ», το «δεινό μένος φλογερού πυρός» που απέπνεε από την αίγεια κεφαλή της, πράγμα που υποδηλώνει ότι είχε κληρονομήσει την ικανότητα πυροκινήσεως του πατρός της.
Το όνομα της Φαιάς σημαίνει φαιά, γκρίζη, υποδηλώνοντας ότι η Φαιά ήταν φαιόχρωμη.Ήταν δε μία αγέραστη υπερφυσική κάπραινα και είχε προφανώς μέγα μέγεθος και φοβερή δύναμη και ταχύτητα, πιθανότατα δε και φλογερούς οφθαλμούς-όπως οι γονείς της.
Το όνομα της Σφιγγός προέρχεται από την λέξη σφίγγω (=σφίγγω, κρατώ σφικτά, δένω σφικτά) και σημαίνει «η σφίγγουσα, στραγγαλίζουσα», υποδηλώνοντας ότι η Σφίγξ στραγγάλιζε τα θύματα της.Στις ευρεθείσες απεικονίσεις της δε παρουσιάζεται όπως την περιγράφει ο Απολλόδωρος, με κεφαλή γυναικός, σώμα λέοντος και πτέρυγες πτηνού.Ήταν λοιπόν ένα αγέραστο και τερατώδες υπερφυσικό υβρίδιο ανθρώπου, λέοντος και πτηνού, πιθανότατα με φλογερούς οφθαλμούς-όπως οι γονείς της.Προφανώς δε, είχε μέγα μέγεθος και φοβερή δύναμη και μπορούσε να πετά με μεγάλη ταχύτητα δια των πτερύγων της.Και ως ομιλούσα είχε πλήρη νοημοσύνη, τουλάχιστον ίση με ανθρώπου.
Ο λέων της Νεμέας ήταν ένας αγέραστος υπερφυσικός λέων, πιθανότατα με φλογερούς οφθαλμούς-όπως οι γονείς του.Όπως προκύπτει δε από τις περιγραφές του από τον Διόδωρο Σικελιώτη και τον Απολλόδωρο, είχε τεράστιο μέγεθος και δύναμη, προφανώς δε και φοβερή ταχύτητα, και ήσαν σχεδόν αθάνατος, καθώς ήταν άτρωτος από μέταλλα και λίθο, προφανώς δε και από πύρ, και μπορούσε να πεθάνη μόνο από ασφυξία. Αυτό δε το άτρωτό του οφειλόταν προφανώς στο ότι είχε πολύ πυκνή κυτταρική και μοριακή δομή, ιδίως στους εξωτέρους ιστούς του.
Όσον αφορά δε τους δράκοντες της Τροίας, η μη αναφορά περί μητρός τους υποδηλώνει ότι γεννήθηκαν όχι όπως τα αδέλφια τους, αλλά με κάποια γενετική διαδικασία χρήσεως υλο-ενεργειακού γόνου του Τυφώνος.Προφανώς δε, αυτή η γενετική διαδικασία εκτελέσθηκε από δρακοντοειδείς, υπό την καθοδήγηση του Τυφώνος και στο σπήλαιο της Έχιδνας.Αφού δε οι δράκοντες της Τροίας ζούσαν ακόμη κατά τον Τρωϊκό πόλεμο-ήτοι περίπου 30.000 μετά την γέννησή τους-ήσαν και αυτοί αγέραστοι, αλλά προφανώς όχι και αθάνατοι.Όπως προκύπτει δε από την περιγραφή τους από τον Κόϊντο Σμυρναίο, ήσαν αμφίβιοι-φωλιάζοντας εις ένα υπόγειο σπήλαιο της Καλύδνης (ή Τενέδου) και εξορμώντας από εκεί εις ξηρά και θάλασσα-και είχαν τεράστιο μέγεθος και δύναμη.Και, όπως αναφέρει ο ο Ρωμαίος ποιητής του 1ου αιώνος π.Χ. Βιργίλιος, είχαν φλογερούς οφθαλμούς-όπως ο πατήρ τους.(Αινειάς, 2.290-291).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.Δηλαδή, τα κύτταρά τους είχαν μεγίστη διάρκεια ζωής και μπορούσαν να ανανεώνονται αιωνίως, αλλά δεν μπορούσαν να αναπλασθούν εις περίπτωση βαρέος τραυματισμού.
2.Η Καιρέα (ή Άγυλλα) ήταν Ελληνο-Ετρουσκική πόλις της κεντροδυτικής Ιταλίας.
3.Η Απουλία είναι περιοχή της νοτιοανατολικής Ιταλίας
1.Δηλαδή, τα κύτταρά τους είχαν μεγίστη διάρκεια ζωής και μπορούσαν να ανανεώνονται αιωνίως, αλλά δεν μπορούσαν να αναπλασθούν εις περίπτωση βαρέος τραυματισμού.
2.Η Καιρέα (ή Άγυλλα) ήταν Ελληνο-Ετρουσκική πόλις της κεντροδυτικής Ιταλίας.
3.Η Απουλία είναι περιοχή της νοτιοανατολικής Ιταλίας