To 1885 η κυβέρνηση της Ελλάδας υπό τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη αντέδρασε στην προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας από την Αυστρία, προχωρώντας σε γενική επιστράτευση και απειλώντας επί μήνες πολλούς να εισβάλει στην
οθωμανική αυτοκρατορία, με την ελπίδα ότι θα έβρισκε τη στήριξη της Σερβίας και των Μεγάλων Δυνάμεων στις διεκδικήσεις της.
Του Κώστα Ράπτη
Η πολυδάπανη στρατιωτική κινητοποίηση έληξε μερικούς μήνες αργότερα, ενώ η Σερβία είχε ήδη ηττηθεί στο πεδίο των μαχών από την Βουλγαρία και οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν επιβάλει ναυτικό αποκλεισμό στην Ελλάδα προκειμένου να αποδεχθεί τα τετελεσμένα. Το όλο, μάλλον κωμικοτραγικό, επεισόδιο έμεινε στα χρονικά ως ο «ειρηνοπόλεμος”.
Τηρουμένων των αναλογιών, με «ειρηνοπόλεμο” μοιάζει η κλιμάκωση των εντάσεων την οποία προκάλεσε στις μέρες μας η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ στον Περσικό Κόλπο – σαν να διεξήχθη μία πολεμική σύγκρουση στον χώρο του αοράτου, αφήνοντας εντέλει την Ουάσιγκτον εκτεθειμένη.
Επί μέρες επικρατούσε κατάσταση συναγερμού, τον οποίο σήμανε η αμερικανική πλευρά, αποκλειστικά επί τη βάσει πληροφοριών (προερχόμενων από τις ισραηλινές υπηρεσίες) ότι το Ιράν έχει μεταφέρει πυραύλους σε μικρά σκάφη προετοιμάζοντας επιθετικές κινήσεις εναντίον των συμφερόντων των ΗΠΑ και των συμμάχων τους.
Η απάντηση ήταν να ανακοινωθεί η (ούτως ή άλλως προγραμματισμένη) μετάβαση στην περιοχή του αεροπλανοφόρου Abraham Lincoln καθώς και η μεταφορά στρατηγικών βομβαρδιστικών σε γειτονικές προς το Ιράν χώρες, ενώ στους New York Times διέρρευσε η πληροφορία ότι το Πεντάγωνο εξετάζει σενάρια ανάπτυξης 120.000 Αμερικανών στρατιωτών.
Το πραγματικό μήνυμα της Ουάσιγκτον, ωστόσο, συνίστατο στις παρότρυνση του Ντόναλντ Τραμπ προς τους Ιρανούς ιθύνοντες «Τηλεφωνήστε μου” – καθώς και στις συναντήσεις τους με τον πρόεδρο της Ελβετίας και τον υπουργό Εξωτερικών του Ομάν. (Ελλείψει διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης, η Ελβετία είναι η χώρα που αντιπροσωπεύει τα αμερικανικά συμφέροντα στο Ιράν, ενώ το Ομάν είναι το σουλτανάτο που φιλοξένησε επί Μπαράκ Ομπάμα τις μυστικές επαφές που κατόπιν οδήγησαν στη διεθνή συμφωνία του 2015 για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα).
Ωστόσο, από την πρώτη στιγμή το Ιράν έσπευσε να απαξιώσει τις κινήσεις Τραμπ ως «ψυχολογικές επιχειρήσεις” και να καταστήσει σαφές ότι δεν υπάρχει τίποτε προς διαπραγμάτευση, όσο οι ΗΠΑ αρνούνται να υλοποιήσουν τη συμφωνία του 2015 που συνυπέγραψαν. Στο δε εσωτερικό μέτωπο, αντί για ρήγματα υπήρξε εθνική συσπείρωση γύρω από την γραμμή του ανώτατου ηγέτη Αγιατολλάχ Χαμενεϊ, ο οποίος ανέκαθεν χαρακτήριζε αναξιόπιστη την αμερικανική πλευρά και επέκρινε τα ανοίγματα της ιρανικής πολιτικής ηγεσίας.
Η απειλή των Φρουρών της Επανάστασης ότι το Ιράν θα κλείσει για όλους τα στενά του Ορμούζ αν του απαγορευτεί η διέλευση – περιέγραφε σε φραστικό επίπεδο ένα εφιαλτικό σενάριο για τη διεθνή (και αμερικανική) οικονομία, καθώς αφορά το πέρασμα από το οποίο κυκλοφορεί το ένα τρίτο του θαλασσίως διακινούμενου πετρελαίου στον πλανήτη. Όμως η αγνώστου πατρότητος επίθεση δολιοφθοράς το προηγούμενο Σαββατοκύριακο σε τέσσερα τάνκερ στα ανοιχτά των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και η (διεκδικούμενη από τους σιίτες αντάρτες Χούθι της Υεμένης) επίθεση με ρουκέτες εναντίον δύο κόμβων της σαουδαραβικής πετρελαϊκής παραγωγής κατέστησε τα απειλητικά ενδεχόμενα περισσότερο ορατά και ανέδειξε την ευάλωτη θέση των περιφερειακών συμμάχων των ΗΠΑ.
Ο τόνος στη Ουάσιγκτον άλλαξε. Οι ανεπιβεβαίωτες επιθετικές προετοιμασίες του Ιράν «φρέναραν”, σύμφωνα με τον επικεφαλής του Πενταγώνου Πάτρικ Σάναχαν, χάρη στην αμερικανική «αποφασιστική στάση”. Η ενημέρωση των αρμόδιων επιτροπών της Βουλής και της Γερουσίας των ΗΠΑ την Τρίτη από τους υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας κατέληξε σε αντιπαράθεση Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, με τους πρώτους να υποστηρίζουν ότι δεν διαφωτίστηκαν περαιτέρω από την τοποθέτηση των αρμοδίων και να αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα της ακολουθούμενης στρατηγικής. Ενδιαμέσως, η αμερικανική εκδοχή είχε επί της ουσίας διαψευσθεί από τον στενότερο σύμμαχο της Ουάσιγκτον, καθώς ο επικεφαλής των βρετανικών δυνάμεων στο Ιράκ είχε δηλώσει ότι δεν παρατηρεί αλλαγές στην διάταξη δυνάμεων στην περιοχή.
Απορροφημένος από την προσπάθεια επανεκλογής του το 2020, ο Ντόναλντ Τραμπ ασφαλώς λαμβάνει υπόψη του ότι σε δημοσκόπηση του Ipsos για το πρακτορείο Reuters οι Αμερικανοί πολίτες απορρίπτουν (με ποσοστό 49% έναντι 39%) την ιρανική πολιτική του προέδρου και (με ποσοστό 60%) την ανάληψη προληπτικού πλήγματος απέναντι στην Ισλαμική Δημοκρατία – μολονότι το 53% των ερωτηθέντων χαρακτηρίζει «σοβαρή απειλή” το Ιράν και το 51% κρίνει πιθανό έναν πόλεμο τα επόμενα χρόνια.
Το ζήτημα είναι ότι, πέρα από μία καταστροφική κλιμάκωση την οποία δεν επιθυμεί, ο Τραμπ δεν έχει πλέον «μόχλευση” έναντι του Ιράν. Η τακτική της συσσώρευσης εντάσεων και απειλών χωρίς επεξεργασία για τα επόμενα βήματα ή «στρατηγική εξόδου” αποδεικνύεται για άλλη μία φορά αναποτελεσματική.