Ο Diego Fusaro (Ντιέγκο Φουσάρο) είναι Ιταλός φιλόσοφος που διδάσκει Ιστορία της Φιλοσοφίας στο IASSP στο Μιλάνο (Ινστιτούτο Ανώτερων Στρατηγικών και Πολιτικών Σπουδών). Είναι πτυχιούχος Ιστορίας της Φιλοσοφίας και κάτοχος διδακτορικού στη Φιλοσοφία της Ιστορίας. Οι μελέτες του εστιάζονται στον γερμανικό ιδεαλισμό, στους προπαρασκευαστικούς στοχαστές του (Spinoza) και στους οπαδούς του (Marx), με ιδιαίτερη εστίαση στα ιταλικά ρεύματα σκέψης (Gramsci, Gentile). Τον Ιούλιο του 2013, η εφημερίδα "La Repubblica" τον χαρακτήρισε ως έναν από τους τρεις πιο ελπιδοφόρους νέους ευρωπαίους φιλοσόφους.
Ο αγώνας των ιεροφαντών της παγκοσμιοποίησης εναντίον της σταθερής και ριζωμένης ταυτότητας είναι ο ίδιος ενάντια των συνόρων ως μιας όχθης που σχηματίζει έναν καθορισμένο και περιορισμένο χώρο, ικανό να αυτοκυβερνηθεί σύμφωνα με τους δικούς του κανόνες, αποτελεί την βασική αρχή της μετα-δημοκρατικής ετερονομίας του παγκόσμιου καπιταλισμού. Από την άλλη πλευρά, το ίδιο το όριο είναι απαραίτητο για την οικοδόμηση της ταυτότητας, η οποία διαμορφώνεται πάντοτε σε σχέση με την ετερότητα : όπως το λέει και ο τίτλος του γνωστού δοκιμίου τουHeidegger, “Identität und Differenz” η Ταυτότητα και η Διαφορά σχηματίζουν ένα εννοιολογικό ζευγάρι στο οποίο κάθε όρος εμφανίζεται ως απαραίτητος για την ύπαρξη και τον ορισμό του άλλου. Δεν μπορεί να υπάρχει ταυτότητα, εκτός αν αυτή δεν έχει διαφορά σε σχέση με τους άλλους. Ούτε μπορεί να υπάρξει διαφορά, εκτός από την περίπτωση που υπάρχουν πολλαπλές ταυτότητες.
Εάν, μέσω της κατεδάφισης των ορίων, εξαφανιστεί η ετερότητα και παραμείνει μόνο η αβεβαιότητα, τότε κάθε πιθανή ταυτότητα αποκρύπτεται για τον ίδιο ακριβώς λόγο.
Ο διάλογος μπορεί να γίνει μόνο όταν υπάρχουν ισχυρές ταυτότητες, οι οποίες έχουν αξίες και ρίζες: είναι το αντίθετο του πολυπολιτισμικού διαλόγου που προωθείται και επαγγέλλεται από τους αποστόλους της παγκοσμιοποίησης. Στην ουσία, είναι ένας σιωπηλός διάλογος, στον οποίο τα μέρη, αφού έχουν γυμνωθεί από την ταυτότητά τους, δεν έχουν αφήσει κυριολεκτικά τίποτα να πει το ένα στο άλλο.
Από αυτή την άποψη, αυτό που συχνά καλύπτεται από τον στομφώδη τίτλο «πολυπολιτισμικότητα» δεν είναι παρά η δικαιολογία για την εγκατάλειψη της δικής μας πολιτιστικής ταυτότητας και την εξουδετέρωσή της στο βωμό του μηδενισμού. Ακολουθώντας μερικές από τις ιδέες του CharlesTaylor στο “Multiculturalism and the Politics of Recognition”(«Πολυπολιτισμικότητα και Πολιτική της Αναγνώρισης») (1992), θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ψευδούς πολυπολιτισμικότητας του καταναλωτικού πολιτισμού πρέπει να αναγνωριστεί όχι τόσο προς το ενδιαφέρον προς άλλους πολιτισμούς, όσο, είναι αν μη τι άλλο, στην «εαυτοφοβία», στον φόβο για τον εαυτό μας και την ίδια μας την ταυτότητα.
Σε αυτό βρίσκεται η ουσία της «πολυπολιτισμικότητας ωςθρησκείας πολιτικής» που είναι σύμφωνη με την παγκοσμιοποιημένη τάξη και με το πάθος της για το υβριδικό, για τα αδιάκριτο και γενικά, για όλα όσα είναι λειτουργικά στην αποδόμηση των παλαιών ταυτοτήτων. Από αυτή την άποψη, η ίδια "συμπερίληψη του άλλου" (Einbeziehung des Anderen), όπως το ονόμασε ο Juergen Habermas, φαίνεται λειτουργική μόνο στον αποκλεισμό του ιδίου.
Από αυτή την άποψη, ο Roger Scruton (Ρότζερ Σκράτον, Άγγλος φιλόσοφος) εφάρμοσε την περίφημη λέξη της “οikophobia” / οικοφοβίας, η οποία κυριολεκτικά υποδηλώνει το μίσος που έχει κάποιος προς τον οίκο του και, γενικότερα, προς οτιδήποτε έχει σχέση με τη δική του ιστορική και την δική του πολιτισμική ταυτότητα. Μια πεμπτουσιακή έκφραση του νέου πνεύματος του παγκοσμισμού (mondialism), η oikofobia λειτουργεί διπλά και συνεργικά προς την κατεύθυνση της απο-νομιμοποίησης του δικού του (που υποτιμάται a priori ως«καταπιεστικό») και της μεγέθυνσης του άλλου (που προσδιορίζεται στην πραγματικότητα με κάθε περίπτωση που συνδέεται με το κοσμοπολίτικο «άνοιγμα»).
ΚΟ / από εδώ