Urban Paramental Entities.
Η μικρή πόλη, που μπορούσες να την εξερευνήσεις με μία ματιά (και αποτελούσε τον γενικό κανόνα το 1800), στα μέσα και στο τέλος του 19ου αιώνα αντικαταστάθηκε από την Μεγάπολη (Megapolis).
Σε ένα παλιό θρησκόληπτο κείμενο διάβασα να αποκαλούν τις Μεγαπόλεις: «Πόλεις του Μολώχ». Τα μεσαιωνικά τείχη είχαν σχεδόν όλα γκρεμιστεί και τα όρια της πόλης επεκτείνονταν πλέον ανεμπόδιστα όλο και πιο βαθιά μέσα στην εξοχή. Ίσως γι’ αυτό κάποιοι να έβλεπαν τότε τη Μεγάπολη σαν μία μεταδοτική ασθένεια, σαν μία επιδημία που εξαπλώνεται και καταβροχθίζει την γεωγραφία του Θεού, ως ένα βλάσφημο δημιούργημα του ανθρώπου που αντιγράφει με τεχνητό τρόπο το θεϊκό οικοδόμημα της Φύσης, κάτι σαν ένας «πύργος της Βαβέλ» σε οριζόντια επέκταση (που φιλοξενεί πολλούς άλλους πύργους της Βαβέλ σε κάθετη επέκταση).
Πολυκατοικίες συμπιεσμένες η μία πάνω στην άλλη, καταλαμβάνοντας όσο το δυνατόν λιγότερο χώρο, ανυπολόγιστες μάζες πληθυσμών εξασθενίζουν μέρα με την ημέρα, χάνοντας κάθε ελπίδα και κάθε προσωπικότητα, μελαγχολούν, αρρωσταίνουν, πεθαίνουν, απελπίζονται, εγκληματούν, μεταλλάσσονται σε ανήμπορα αυτόματα προορισμένα για συγκεκριμένες –και πάντα ασφυκτικά περιορισμένες– δραστηριότητες. Το παράξενο είναι ότι οι μαζάνθρωποι έπρεπε πάντα να «διασφαλίζουν» αυτές τις συνθήκες, με την ίδια την ζωή τους και τον χρόνο τους, χωρίς ποτέ κανείς να εξεγερθεί και να ανατινάξει αυτόν τον παράλογο ζυγό από πάνω του.
Ο μαζάνθρωπος προσφέρει στη Μεγάπολη τον εαυτό του.
Η Μεγάπολη είναι η φυλακή του και το εκτροφείο του, η πατρίδα και το σπίτι του, το τσίρκο του και ο τάφος του. Ο Homo Megapolitan λειτουργεί ως αναπόσπαστο μέρος του συνόλου των ομοίων του, και ως αναπόσπαστο μέρος της Μεγάπολης. Μία ζωντανή συλλογική οντότητα που κατοικεί μέσα σε μία τεχνητή συλλογική οντότητα. Το σύνολο των ανθρώπων είναι η σάρκα και η Μεγάπολη είναι το καβούκι της. Κυψέλη. Λόφος τερμιτών. Μαλάκιο και όστρακο. Μούμια και πυραμίδα.
Ο Homo Megapolitan αφοδεύει μέσα στη Μεγάπολη. Η ίδια η Μεγάπολη αφοδεύει με το τιτάνιο αποχετευτικό της σύστημα, ένα λαβυρινθώδες μεταλλικό παχύ έντερο που μεταφέρει τις αφοδεύσεις της κάτω από τις επιφάνειες των δρόμων, προς τη θάλασσα ή τους τόπους βιολογικού καθαρισμού. Παντού από κάτω μας κυκλοφορούν σε μια αέναη ροή οι αφοδεύσεις μέσα στο παχύ έντερο της Μεγάπολης. Ο Homo Megapolitan παράγει αμέτρητους τόνους σκουπιδιών: αποφάγια, συσκευασίες προϊόντων, χαρτί και πλαστικό, κι όλα τα ανομολόγητα πράγματα που προκύπτουν από την χρήση πάσης φύσεως καταναλωτικών προϊόντων. Από το διάστημα η Γη φαίνεται σαν ακατοίκητη, κανένα από τα επιτεύγματά μας δεν διακρίνεται από τόσο ψηλά, εκτός από δύο: το Σινικό Τείχος και ο πανύψηλος σκουπιδότοπος της Νέας Υόρκης! (κι αυτό όχι σίγουρα)
Το συγκεντρωμένο πλήθος των Μεγαπόλεων καταναλώνει αμύθητες περιουσίες οξυγόνου, νερού και τροφής. Καθημερινά χάνει αμέτρητα τρισεκατομμύρια κύτταρα από το συλλογικό σώμα του (μια διαρροή κυττάρων από όλα τα σώματα όλων των ανθρώπων), τα οποία επικαλύπτουν σαν αόρατη κρούστα τους τόπους της Μεγάπολης, έτσι ώστε αυτή να αποκτά ένα συλλογικό ανάμεικτο κυτταρικό σώμα. Καθημερινά χάνει αμέτρητα τρισεκατομμύρια τρίχες, που συσσωρεύονται στη Μεγάπολη, νύχια, κύτταρα, σωματικά υγρά, δάκρυα, σάλιο, ιδρώτα, σπέρμα, πλακούντα, κερί, λίπος, λάδι, τερηδόνα, αίμα, βλέννα, οξέα, σκόνη, εκατοντάδες, χιλιάδες, εκατομμύρια σώματα χάνουν συνέχεια τον εαυτό τους ίντσα προς ίντσα μέσα στη Μεγάπολη, κι η Μεγάπολη τα απορροφά όλα αυτά, τα αφομοιώνει, αποκτά σάρκα, αποκτά σώμα για να ενδυθεί, εξανθρωπίζεται και τερατοποιείται.
Η Μεγάπολη είναι γεμάτη μικρόβια, βακτήρια, ιούς, μικροοργανισμούς που συντηρούνται και μεταδίδονται από το πλήθος που την κατοικεί. Αέρια, καυσαέρια, νεκρές ύλες, μέταλλα, μούχλα, σαπίλα, πτώματα, πετρώματα, ακτινοβολίες, συχνότητες, υπέρηχοι και υπόηχοι, ηλεκτρομαγνητικά πεδία, χημικές ουσίες, αναρίθμητα ακατονόμαστα πράγματα συσσωρεύονται από το πλήθος στη Μεγάπολη και από τη Μεγάπολη στο πλήθος. Έτσι, ο πληθυσμός της πόλης είναι μια αόριστη μάζα, ενσωματωμένη στην πόλη, άνθρωποι και πόλη είναι μια οντότητα ανακατωμένη, τιτάνια, τερατόμορφη, αόρατη, μια ενιαία μάζα, αφομοιωμένη στον εαυτό της ξανά και ξανά, μέσα από ανεξιχνίαστες διαδικασίες.
Κι ο πληθυσμός υπακούει στους ίδιους νόμους της ίδιας καθημερινότητας, κοινής και αναπόφευκτης για όλους, δουλεύει και σχολάει την ίδια ώρα, ψυχαγωγείται μαζικά στα δεδομένα και προδιαγεγραμμένα μέρη, με τους ίδιους τρόπους, φεύγει και επιστρέφει στην πόλη τις ίδιες μέρες και τις ίδιες εποχές, περιμένει στα φανάρια, ιδρώνει στα αυτοκίνητα, αγοράζει τα ίδια προϊόντα, έχει τις ίδιες αγωνίες, τις ίδιες ανάγκες, βλέπει τα ίδια τηλεοπτικά κανάλια.
Οι Homines Megapolitans ζουν ο ένας πάνω στον άλλον, ο ένας δίπλα στον άλλον, ο ένας κάτω από τον άλλον, ακούνε συνέχεια ο ένας τον άλλον, μιλάνε συνέχεια ο ένας στον άλλον, ασχολούνται συνέχεια ο ένας με τον άλλον, ζηλεύουν και μισούν ο ένας τον άλλον, πουλάνε και αγοράζουν, κοιμούνται όλοι μαζί και ξυπνούν όλοι μαζί, τρομάζουν όλοι μαζί και χαίρονται όλοι μαζί, ιδρώνουν όλοι μαζί ποτάμια ιδρώτα που κυλούν στους δρόμους όταν κάνει ζέστη, κι όταν κάνει κρύο οι ανάσες τους και τα χνώτα τους επηρεάζουν τα σύννεφα, όταν βρέχει τότε τα κτίρια ιδρώνουν το νερό πάνω στο πλήθος, το πλήθος κουβαλά πάνω του την πόλη σε υγρή μορφή, η πόλη στεγνώνει μέσα στα σπίτια τους, σκουπίζουν τα σπίτια τους και η σκόνη επιστρέφει στους δρόμους της πόλης, στα κτίρια, στα παράθυρα, στα σπίτια.
Η Μεγάπολη είναι ζωντανή. Είναι μια ζωντανή οντότητα.
Εξαιτίας του πληθυσμού της είναι ζωντανή. Κι ο πληθυσμός της είναι μεταλλαγμένος.
Αυτή η οντότητα κι αυτός ο πληθυσμός, μπορεί να παρατηρηθεί, να παρακολουθηθεί, να οδηγήσει σε στατιστικά συμπεράσματα, σε επεμβάσεις, σε ροές, σε έλεγχο. Η Μεγάπολη είναι ο ξενιστής, ο Homo Megapolitan είναι το παράσιτο. Όλα αυτά είναι ένα σύστημα, ένας πολυσύνθετος βιότοπος, που μπορεί να μελετηθεί. Είναι ένα σύστημα ανοικτό σε παρατήρηση και πειραματισμούς, ιδέες και concepts, σημειολογία και μεθοδολογίες επέμβασης.
Μια Αστυμαγεία, μια Πολιτειουργία, ένα Megapolisomancy είναι εφικτό, είναι δυνατό. Είναι εφικτό μόνο και μόνο γιατί το πλήθος και η πόλη είναι μια ζωντανή, ενιαία, αλληλεπιδραστική, interactive οντότητα.
Η μεγαλούπολη μπορεί να ιδωθεί ως ένα μεταφυσικό τιτάνιο τέρας που υλοποιείται σταδιακά στο γήινο πεδίο για να καταστρέψει την Φύση και να την αντικαταστήσει με τεχνητή Φύση. Αλλά η μεγαλούπολη μπορεί να ιδωθεί και ως μαγική, υπέροχη και τρομακτική, περιπετειώδης και μυστική, ανεξερεύνητη και άγνωστη. Μια λαβυρινθώδης terra incognita γεμάτη μυστικά.
Ναι, ίσως η Μεγάπολη να είναι η μοντέρνα κόλαση, αλλά είναι μια περιπετειώδης κόλαση, πλημμυρισμένη από μυστήρια. Το μεγαλύτερο από αυτά τα μυστήρια είναι το ότι ο νους, ίσως, να μπορεί να συνδεθεί -να δικτυωθεί- με την πόλη.
Η ίδια η πόλη μπορεί να λειτουργήσει –με μια μαγική μεταφορά– σαν μια παραβολή του νου, ο νους και η πόλη μπορούν να συνεργαστούν και να γίνουν ένας μεγάλος νους, οι δυο υπέρτατες πολυπλοκότητες, η μικροκοσμική και η μακροκοσμική, η πολυπλοκότητα του πνεύματος εκφρασμένη μέσα από τις διεργασίες του νου, και η πολυπλοκότητα του σύμπαντος εκφρασμένη μέσα από τις διεργασίες της πόλης: και οι δύο εκφράσεις μπορούσαν να νιώσουν η μια την άλλη, να συνεργαστούν, να συμβεί μια αλληλοεπίδραση, μαγική, πρωτόγνωρη, παράλογη αλλά λειτουργική. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα μια αστική φώτιση. Θα μπορούσες να γίνεις ένας Urbanomancer Illuminatus…
Θα καταλάβαινες και θα έβλεπες την Μεγάπολη με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο από τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε την πόλη ο μέσος άνθρωπος. Ο μέσος άνθρωπος δεν βλέπει την πόλη, βλέπει μόνο τον εαυτό του, τις προσωπικές του υποθέσεις και το περιβάλλον τους, βλέπει μονάχα τα πράγματα που τον αφορούν, ζει μέσα σε ένα μικρό συντονισμένο δίκτυο από συνήθειες και αυτοματισμούς. Για τον μέσο πολίτη, η πόλη δεν είναι παρά ένα σκηνικό, ένα θολό θεατρικό σκηνικό, ή κάποια από τα αδιάφορα και ασύνδετα κομμάτια ενός θολού θεατρικού σκηνικού, ανάμεσα στο οποίο ο πολίτης παίζει έναν ρόλο πρωταγωνιστώντας στο έργο του σαν υπνωτισμένος ηθοποιός.
Ο δικτυωμένος νους, όμως, ατενίζει λεπτομερώς και κατανοεί την πολυπλοκότητα της πόλης, κοιτά γύρω του και καταλαβαίνει, βλέπει καθαρά την μεγάλη εικόνα, διάφανη και καθαρή σαν κρύσταλλο. Παρακολουθεί όλες τις μικρές λεπτομέρειες, οι σχέσεις και οι διασυνδέσεις τους, του φανερώνονται. Είτε καταλαβαίνει τον σύγχρονο κόσμο με όλες του τις κρυφές λεπτομέρειες, είτε δημιουργεί μέσα στον νου του έναν κόσμο με όλες τις λεπτομέρειες (αλήθεια, άραγε, υπάρχει καμιά διαφορά;). Ατενίζει τις πολυκατοικίες και καταλαβαίνει ότι πρόκειται για κυψέλες. Βλέπει τους δρόμους και καταλαβαίνει ότι είναι οι φλέβες και οι αρτηρίες ενός τιτάνιου οργανισμού. Περπατάει στο κέντρο της πόλης και ξέρει ότι βαδίζει μέσα στην καρδιά της, ακούει τους παλμούς της.
Αγγίζει τους τοίχους ενός κτιρίου και καταλαβαίνει πόσο παλιό είναι, τι έχει περάσει μέσα στα χρόνια, νιώθει τις αγωνίες των ενοίκων του, τους ανθρώπους που έφυγαν και τους ανθρώπους που ήρθαν, και αν είναι νεόκτιστο νιώθει τα δομικά υλικά να σπαράζουν μέσα του αποζητώντας να απελευθερωθούν, και αν το κτίσμα είναι παλιό τα νιώθει να έχουν παραδεχθεί την ήττα τους, να βρίσκονται σε έναν αιώνιο λήθαργο, αλλά να εκπέμπουν και μια παράξενη σιωπηλή σοφία. Τα σπίτια του μιλούν.
Μπορείς να δεις την πόλη όπως την βλέπει ένα περιστέρι ή μια νυχτερίδα, μπορείς να δεις μια καμινάδα σαν ένα παρατηρητήριο ή σαν μια ουράνια είσοδο του κτιρίου, ξέρεις να μυρίζεις τις καμινάδες και να καταλαβαίνεις πράγματα για τους ενοίκους. Μπορείς να δεις την πόλη όπως τη βλέπει ένας άστεγος ζητιάνος, που καθισμένος κάτω κοιτά συνέχεια τα πεζοδρόμια καθώς ζητιανεύει, για να μην κοιτά τα βλέμματα των περαστικών, και μπορείς να διακρίνεις τις αποκαλυπτικές λεπτομέρειες πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου, μπορείς να ακολουθήσεις έτσι τα πιο αδιόρατα ίχνη, σαν ινδιάνος ανιχνευτής.
Βλέπεις τα τυχαία καλλιτεχνήματα που σχηματίζονται πάνω στο σκηνικό της πόλης, έναν λεκέ πάνω σ’ έναν τοίχο που μοιάζει με χαμογελαστό ανθρώπινο πρόσωπο, τρεις βγαλμένους πλίνθους και μια μικρή λακκούβα κάτω στον δρόμο που σχηματίζουν ένα πρόσωπο που μορφάζει από τον πόνο, τα ρούχα μιας μπουγάδας που ανεμίζουν σαν πολεμικά λάβαρα, το τζάμι της εισόδου ενός καθαριστήριου που καθρεφτίζει από απέναντι μια ομπρέλα κι η αντανάκλαση μπερδεύεται με μια διαφημιστική αφίσα με το πρόσωπο μιας τραγουδίστριας με έντονο μέικ-απ και με ένα κρεμασμένο σακάκι, και φτιάχνουν έναν Ασιάτη με κινέζικο καπέλο να στέκεται όρθιος πίσω από το τζάμι.
Εντοπίζεις τις χημικές ουσίες που πλανιούνται στην ατμόσφαιρα, τις αλλαγές στην ποιότητα του οξυγόνου, τις οσμές που όλοι τις μυρίζουν αλλά κανείς δεν ξέρει να τις αναγνωρίσει, τις αδιόρατες μεταλλάξεις των υλικών από την μόλυνση της μεγαλούπολης, ανιχνεύεις τις διαδρομές του γκαζιού, τα ίχνη των εργοστασίων πάνω στα ρούχα των εργατών που γυρίζουν στο σπίτι τους από την δουλειά. Καταλαβαίνεις ότι ένα κτίριο είναι ο ξενιστής των ανθρώπων-ιών που λειτουργούν ζημιογόνα μέσα του και το καταστρέφουν σιγά-σιγά, βλέπεις τους ιούς της γρίπης να εκσφενδονίζονται από ένα στόμα καθώς βήχει μέσα στο κουρείο και να κολλάνε πάνω στα βλέφαρα ενός πελάτη, βλέπεις και τα σκουπίδια του κουρείου στην πίσω αυλή, γεμάτα από τα κομμένα μαλλιά πενήντα-εκατό ανθρώπων, τρίχες όλων των χρωμάτων που θα παρασυρθούν από τον αέρα και θα γίνουν ένα με την πόλη ταξιδεύοντας στους δρόμους, στα μπαλκόνια, στις σκεπές, στα λεωφορεία.
Παρακολουθείς τις γάτες, τα αδέσποτα σκυλιά, βγάζεις συμπεράσματα ανακαλύπτοντας τα στέκια τους, τις καθημερινές διαδρομές τους, τις αυθόρμητες κρυψώνες τους, τους φόβους τους, την χαρά τους, τις έχθρες τους, τους τρόπους με τους οποίους βρίσκουν την αμφίβολη τροφή τους και τα μέρη που συνήθως την ανακαλύπτουν, τα μέρη που αποφεύγουν και τα μέρη που συμπαθούν, τις ανεξήγητες ανησυχίες τους, τους ανθρώπους που συμπαθούν και τους τύπους των ανθρώπων που αντιπαθούν, τα σημεία που διαλέγουν για να κοιμηθούν. Κι όλα αυτά υπακούνε σε νομοτέλειες που έχουν να κάνουν με την κρυφή τάξη της πόλης, που τα αστικά ζώα την καταλαβαίνουν όπως τα άγρια ζώα καταλαβαίνουν και ακολουθούν τους νόμους του δάσους ή της ζούγκλας.
Βλέπεις τις τελετές της πόλης, τα παράξενα καθημερινά τελετουργικά τυπικά, την πόλη που καθαρίζεται ρυθμικά από τις σκούπες των οδοκαθαριστών την αυγή, την πόλη που ξυπνά με ξυπνητήρια κι έπειτα σέρνει παντόφλες, κι έπειτα καταναλώνει νερό από τους σωλήνες, κι έπειτα ντύνεται με όλα τα χρώματα, κι έπειτα οι πόρτες ανοίγουν, τα λεωφορεία σταματούν, γεμίζουν, αγκομαχούν κι απομακρύνονται, κουδούνια χτυπούν σε τακτά χρονικά διαστήματα, πόρτες τρίζουν, τακούνια χτυπούν στους δρόμους, κάθε φορά με τον ίδιο τρόπο, τινάχτρες χτυπούν τα χαλιά που κρέμονται στα μπαλκόνια, καρδιές χτυπούν, μπουγάδες ανεμίζουν βορειοανατολικά, καμινάδες που στέλνουν μηνύματα με σήματα καπνού προς άγνωστο παραλήπτη.
Κι όταν αρχίζει να νυχτώνει, μπορείς να καθίσεις σε μια ψηλή ταράτσα και να δεις την τελετουργία των φώτων, τα βλέπεις να ανάβουν ένα-ένα σε μια συγκεκριμένη περιοχή, να μεταδίδονται σαν φωταγωγική επιδημία, σχεδόν μπορείς να ξέρεις από πού θα ξεκινήσουν και προς τα πού θα συνεχίσουν, συνήθως μία περιοχή ανάβει πάντα πρώτη. Σιγά-σιγά «η πόλη πέφτει μέσα στη νύχτα», το βλέπεις, δεν «πέφτει η νύχτα μέσα στην πόλη», η πόλη βυθίζεται στο σκοτάδι, και στην πτώση της ανάβει φώτα για να φωτίσει τους σκοτεινούς βυθούς, οι άνθρωποι βαδίζουν αργά στους δρόμους και παραμερίζουν το σκοτάδι, το σπρώχνουν με τον όγκο τους, σαν να βαδίζουν κόντρα στον άνεμο, χωρίς να το καταλαβαίνουν.
Ακούς την πόλη.
Μπορείς να ακούσεις την ανάσα της, την εισπνοή της και την εκπνοή της.
Όταν εισπνέει οι άνθρωποι νιώθουν για λίγο άσχημα, κι όταν εκπνέει όλοι νιώθουν για λίγο όμορφα. Οι μικροί θόρυβοι της πόλης ενώνονται σε ένα τιτάνιο ψιθύρισμα, ένα απόμακρο μουρμουρητό που δεν άκουγε σχεδόν κανείς επειδή το κάλυπτε κάποιος κοντινός θόρυβος, αλλά εσύ μπορείς να το ακούς πίσω από τους ήχους, να έρχεται από μακριά, από παντού, να ταλαντώνεται σαν μια αρμονική στη χορδή μιας κιθάρας, μπορείς να ακούς τις αλλαγές στην ταλάντωση, να παρατηρείς την αρμονική να αλλάζει, και να παρατηρείς τι συμβαίνει γύρω σου όταν η αρμονική της πόλης αλλάζει.
Οι φωνές, όλες μαζί, τα γέλια, τα κλάματα, τα τραγούδια, οι συζητήσεις, οι καβγάδες, οι αναστεναγμοί, όλες οι φωνές προορισμένες να ταξιδέψουν στον αέρα και να ενωθούν μεταξύ τους, να συλλαβίσουν τη φωνή της μεγαλούπολης, που αλλάζει ανάλογα με τις ώρες της ημέρας, τα ακούσματα μπορούν να λειτουργήσουν ως ρολόι…
Η κάθε περιοχή της Μεγάπολης έχει μια ενεργειακή προσωπικότητα, μία δονητική πραγματικότητα, ξεχωριστή από όλες τις άλλες. Αντίστοιχα, κάθε πόλη έχει μία ευκρινή συνολική προσωπικότητα που την χρωματίζει και την δονεί. Αν κάποιος προσελκύεται, μαγνητίζεται, νιώθει μία έλξη προς μία συγκεκριμένη πόλη, μία «συμπάθεια», σημαίνει ότι συντονίζεται με την ενέργεια της πόλης εκείνης.Σε κάποιο ανώτερο επίπεδο συνείδησης, καταλαβαίνει ότι έχει να μάθει πολλά από αυτήν την πόλη.
Η πείρα μου μ’ έχει διδάξει ότι οι άνθρωποι είτε ελκύονται από το γνώριμο και το οικείο, είτε ελκύονται από εκείνο που θα επιθυμούσαν να είναι αλλά δεν είναι, από εκείνο που θα ήθελαν να γίνουν. Η έλξη αυτή μπορεί να καταλήξει σε μία πράξη μεταμόρφωσης. Ελπίζεις να αλλάξεις, με το να προσεγγίσεις όσο πιο κοντά μπορείς και να αγκαλιάσεις εκείνο το πράγμα το οποίο δεν είσαι. Αλλαγή μέσω του συνειρμού, της σύνδεσης, της σχέσης, της αντιστοιχίας.
Συχνά μία πόλη μεταμορφώνει έναν άνθρωπο, που την προσέγγισε γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Πολλοί άνθρωποι ουσιαστικά πηγαίνουν στη μεγαλούπολη για να κερδίσουν αυτοπεποίθηση, αυτοέλεγχο και προσωπική δύναμη, και για να αυξήσουν την αίσθηση της προσωπικής τους ταυτότητας και της ανεξαρτησίας τους. Συχνά το πετυχαίνουν αυτό απλώς με το να βαδίζουν στους δρόμους. Αν τα καταφέρουν εκεί, θα τα καταφέρουν οπουδήποτε. Αν ανακαλύψουν τάξη μέσα στο χάος της μεγαλούπολης, με τον ίδιο τρόπο θα βάλουν σε τάξη και τον εαυτό τους…
Οι πόλεις, όμως, κρύβουν παγίδες.
Συχνά συμβαίνει τελικά να βρεθεί κάποιος παγιδευμένος σε μια περιοχή της πόλης, να μην μπορεί να ξεκολλήσει από εκεί όσο κι αν προσπαθεί. Συχνά συμβαίνει να κατοικεί κάποιος σε μια τέτοια παγίδα. Η φασματική πλευρά της συγκεκριμένης περιοχής έχει συλλάβει το ενεργειακό του φάσμα και προσπαθεί να το αφομοιώσει. Το ίδιο το διαμέρισμα ή το κτίριο στο οποίο ζει, γίνεται ένα τεράστιο φασματικό αυγό το οποίο εκτρέφει καθημερινά το υβρίδιο που το ενοικεί, ώσπου η διαδικασία να ολοκληρωθεί. Ο άνθρωπος έχει αφομοιωθεί από την περιοχή-παγίδα, αυτή πλέον χαρακτηρίζει απόλυτα την προσωπικότητά του, συχνά ακόμη και την εξωτερική του εμφάνιση. Αυτός είναι ο λόγος που, μερικές φορές, όταν συναντούμε έναν άνθρωπο καταλαβαίνουμε αμέσως σε ποιά περιοχή της πόλης μένει. Έχει μεταμορφωθεί σε αντιπροσωπευτικό δείγμα της περιοχής…
Τα κτίρια είναι σαν φυτά και η πόλη είναι σαν τσιμεντένιος κήπος ή σαν τιτάνιο απολιθωμένο δάσος. Τα κτίρια αναπνέουν θερμότητα και υγρασία. Κατά τη διάρκεια της ημέρας εισπνέουν θερμότητα και υγρασία και κατά τη διάρκεια της νύχτας εκπνέουν –εκπέμπουν– θερμότητα και υγρασία.
Όταν αυτό συμβαίνει αντίστροφα, αυτό σημαίνει ότι τα συγκεκριμένα κτίρια έχουν «αναπνευστικά προβλήματα» και αυτό αποδεικνύεται πολύ αρνητικό για τους ενοίκους τους, οι οποίοι παρουσιάζουν ζαλάδες, πονοκεφάλους, πόνους στα κόκαλα, στη μέση και στην πλάτη, ή αποκτούν και οι ίδιοι αναπνευστικά προβλήματα.
Η πόλη ολόκληρη έχει τον δικό της μεταβολισμό. Ο αστικός αυτός μεταβολισμός εκφράζεται με ηλεκτρομαγνητικά ρεύματα που διατρέχουν τους δρόμους της πόλης, ακολουθώντας τα πολεοδομικά κανάλια ενέργειας που εγκλωβίζουν αυτά τα ρεύματα σε συγκεκριμένες επαναλαμβανόμενες ροές. Αυτό, σε συγκεκριμένες αστικές περιοχές, δημιουργεί κυκλώματα και βραχυκυκλώματα. Εκεί, μία μαγνητική πυξίδα παρουσιάζει ευκρινείς αποκλίσεις και η δύναμη της βαρύτητας είναι παραδόξως ελάχιστα αυξημένη, κάτι που μειώνει την ενεργειακή κινητικότητα.
Τα κτίρια είναι σαν δόντια ριζωμένα πάνω στα ούλα του εδάφους, φυτρώνουν σε οδοντοστοιχίες μέσα στο στόμα της πόλης, και τα κτίρια είναι δυνατόν να πάσχουν από ένα είδος ενεργειακής τερηδόνας. Αυτό εμφανίζεται με σημάδια σήψης και με εκπομπές ακτινοβολιών που εκλαμβάνουν από την ατμόσφαιρα και τις αποδίδουν πάλι στην ατμόσφαιρα κατά την διάρκεια της νύχτας…
Κυνηγώντας φαντάσματα στους δρόμους τις νύχτες, στα σοκάκια, μέσα στις στοές των υπόγειων εγκαταστάσεων του μετρό και σε εγκαταλειμμένα εργοστάσια, σε φωταγωγούς, σε σκοτεινές πρασιές, σε εγκαταλειμμένα οικήματα, σε παλιά ψηλά σπίτια και σε ταράτσες κακόφημων συνοικιών, μπορείς να παρακολουθήσεις την εξέλιξη της «παρανοητικής» ζωής που στοιχειώνει αόρατη τη Μεγάπολη, αεικίνητη, έρπουσα, ιπτάμενη, πανταχού παρούσα…
Οι ανυπολόγιστα τεράστιες ποσότητες μετάλλων, χημικών μειγμάτων και χαρτιού που αφομοιώνονται στις μεγάλες πόλεις. Οι απίστευτες ποσότητες κηροζίνης και φυσικών αερίων, οι καύσεις, τα αέναα ρεύματα του ηλεκτρισμού που τρέχουν σε αμέτρητες χιλιάδες μέτρα καλωδίων, οι αναρίθμητοι τόνοι δεξαμενών χημικών ουσιών, οι τιτάνιες ποσότητες σιδήρου και ατσαλιού στους ουρανοξύστες και στις πολυκατοικίες, οι ατέλειωτοι όγκοι χαρτιού που ξοδεύονται για κυβερνητικά αρχεία και για την δημοσιογραφία, οι διαφημίσεις, τα ανυπολόγιστα κολασμένα νέφη σουλφουρικού οξέως που παράγονται από την κατασκευή του ατσαλιού, ο κονιορτός των τσιμέντων, η θερμότητα των συσκευών και των μηχανημάτων και των κτιρίων και των ανθρώπων, οι δονήσεις του τσιμέντου και του σιδήρου, οι χυμοί των εξατμίσεων, τα υγρά των μπαταριών, οι αναταραχές των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων της ατμόσφαιρας από τα εκατομμύρια χιλιόμετρα ηλεκτρικών καλωδίων που μας κυκλώνουν από παντού…
Όλα αυτά, μαζί με την διαρροή των ανθρώπινων κυττάρων και των σωματικών υγρών, τις τρίχες, τη σκόνη, τη μούχλα, την υγρασία, τις αφοδεύσεις, τα σκουπίδια και τους ατμούς τους, τα πτώματα των μικρών ζώων, τις τηλεοπτικές εκπομπές στην ατμόσφαιρα, τις ακτινοβολίες των πομπών κάθε είδους και των δεκτών κάθε είδους, τα ραδιοκύματα, όλα αυτά, μαζί με τη διαρροή ενέργειας από τα σώματα των ανθρώπων λόγω του φόβου τους, την βρωμιά των σωμάτων, τις μολυσμένες αύρες και την βραχυκυκλωμένη βιοενέργεια, μαζί με τους εφιάλτες που βλέπουν τα εκατομμύρια των ανθρώπων τις νύχτες, τις αναθυμιάσεις του αλκοόλ και των τσιγάρων και τις παραισθήσεις των ναρκωτικών, τα οράματα των ψυχοπαθών, τις υλοποιημένες φαντασιώσεις των θρησκόληπτων, την διαρρέουσα σεξουαλική ενέργεια, τα έντονα μίση και την αλαζονεία και την ματαιοδοξία και την μισαλλοδοξία, τις ασφυκτιούσες ανικανοποίητες καταναλωτικές επιθυμίες, τον στατικό ηλεκτρισμό, τις δονήσεις όλων των μυριάδων θορύβων, τα τιτάνια κύματα πόνου και θλίψης και απελπισίας και άγχους από εκατομμύρια ανθρώπους…
Ποιες είναι οι ψυχολογικές και πνευματικές συνέπειες όλων αυτών των απειλητικών πραγμάτων που αφομοιώνονται στις μεγαλουπόλεις;
Ποια είναι τα συμπτώματά τους;
Αποκαλούμε αυτά τα ανεπιθύμητα πνευματικά συμπτώματα: Παρα-νοητικές Δυνάμεις («Paramental Forces»), οι αόρατες συγκεντρώσεις των οποίων δημιουργούν Παρα-νοητικές Οντότητες(«Paramental Entities»).
Όλα αυτά τα ακατονόμαστα πράγματα που αφομοιώνονται και κυκλοφορούν και συγκεντρώνονται και αλληλεπιδρούν στις μεγαλουπόλεις, σαν μέσα σε μία θάλασσα που σφύζει από τυχαία ζωή, όλα αυτά και ακόμη περισσότερα, όλο και πιο ακατονόμαστα, σχηματίζουν μια τεράστια αλυσιδωτή αντίδραση με συγκεκριμένες επιδράσεις στο αιθερικό πεδίο, οι οποίες ενώνονται με τις «δυνάμεις της νοητικής πληροφορίας», σχηματίζουν «ηλεκτρο-χημικο-σκεπτομορφικά» πεδία που δημιουργούν«αυτοματικές οντότητες», (κάτι σαν φασματικές δυναμικές σκεπτομορφές ή ηλεκτρομαγνητικά φαντάσματα. Επίσης, ενεργειακές οντότητες, τεχνητά δημιουργημένες, που στοιχειώνουν τους χώρους από τους οποίους μπορούν να συντηρηθούν).
Ως «δυνάμεις νοητικής πληροφορίας» νοούνται οι φόβοι του πληθυσμού (π.χ. οι έμμονοι φόβοι για πιθανούς εγκληματίες που καραδοκούν στο σκοτάδι των διαδρόμων και των δρόμων, που προέρχονται κυρίως από τα μέσα ενημέρωσης με τις συνεχείς ειδήσεις περί εγκλημάτων στις πόλεις), τα εφιαλτικά όνειρα, το συγκεντρωμένο πένθος των συγγενών των νεκρών που πεθαίνουν σχεδόν μαζικά κάθε εβδομάδα στην μεγαλούπολη, οι αρνητικές συγκεντρώσεις αιθερικών ατμοσφαιρών από τα νοσοκομεία, από τα δικαστήρια και τις φυλακές, το άγχος της εργασίας που όλο και διογκώνεται, οι ανικανοποίητες σεξουαλικές επιθυμίες που ενισχύονται συνεχώς από τον κόσμο της πληροφορίας (π.χ. από τις διαφημίσεις και τα πορνό), από την συγκεντρωμένη οργή διαμαρτυριών, διαδηλώσεων, γηπέδων, μαζικών και προσωπικών συγκρούσεων, κλπ, κλπ…
Οι Paramental οντότητες που δημιουργούνται από τις χημικές και ηλεκτρικές ενώσεις, την κάθε είδους μόλυνση και φθορά των υλικών, και από τις δυνάμεις νοητικής πληροφορίας, κατοικούν παντού, εισχωρούν παντού, είναι ικανές για όλα, κινούνται συνήθως μέσα στη νύχτα όταν η καθημερινή πραγματικότητα γίνεται πιο ρευστή και ασαφής, η δράση τους περιλαμβάνει αμέτρητες απερίγραπτες καταστάσεις, ζουν όμως μόνο μέσα στις πόλεις, όπου συντηρούνται και τρέφονται με τους πιο απίστευτους τρόπους…
Έτσι, οι πολυκατοικίες και οι ασφυκτικές συγκεντρώσεις κτισμάτων στις μεγαλουπόλεις είναι νεκροπολιτειακοί τύμβοι, τερατόμορφα κάθετα φέρετρα της ζωντανής ανθρωπότητας, υψιτενείς σπηλαιώδεις κυψέλες, χώροι εκτροφής των χειρότερων Παρανοητικών Οντοτήτων…
Κτίρια πάνω σε κτίρια, Μεγαπόλεις πάνω σε Μεγαπόλεις, τερατόμορφες κατασκευές εξαιρετικής πολυπλοκότητας που τελικά κατασκευάζουν μεταλλαγμένους ανθρώπους, συγκεντρώνουν απρόβλεπτα τις δυνάμεις του σύμπαντος, κατακλύζουν τον κόσμο με ένα γιγάντιο συνονθύλευμα απορριφθέντων υλικών, το οποίο αναπαράγεται συνεχώς μέσα από τον εαυτό του, δημιουργώντας μεταλλαγμένη ζωή κάθε είδους και μορφής, απρόβλεπτης μορφής.
Χρειαζόμαστε έναν Σκοτεινό Πυθαγόρα για να κατασκοπεύσει το κακό επίστρωμα των τερατοπόλεών μας και να κρυφακούσει τα παράφωνα βλάσφημα τραγούδια τους, με τον ίδιο τρόπο που ο Φωτεινός Πυθαγόρας κατασκόπευσε την δομή των ουράνιων σφαιρών και των κρυστάλλινων συμφωνιών τους, πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια…
Μπορούμε, ναι, μπορούμε να κατασκοπεύσουμε ...«την παρανοημοσύνη αζωικής προέλευσης που δημιουργείται μέσα στις εξωτερικές και εσωτερικές κατασκευές μας, όντα πιο ύπουλα από την αράχνη και τη νυφίτσα, που θα είναι οι αιώνιοι σύντροφοί μας μέσα στις πυραμίδες των μεγαλουπόλεων, όπου θα βρίσκονται αιθερικώς ταριχευμένοι οι αυτοματικοί σωσίες μας, στοιχειώνοντας για πάντα τους χώρους στους οποίους κάποτε κατοίκησαν…» De Castries
Κάτι μεταμορφώνει την πόλη σε ζωντανές οντότητες μέσω αλληλεπιδράσεων και αόρατων σχέσεων με τον κόσμο του υπερφυσικού, και κανείς δεν μπορεί να χαρτογραφήσει τα αόρατα μονοπάτια που ακολουθούν αυτές οι οντότητες ανάμεσά μας. Παρ’ όλα αυτά, έχουν συγκεκριμένη τυπολογία και πολυμορφική ανατομία, αλλά δεν μπορεί να συζητήσει κανείς δημόσια για τους τύπους τους, σκορπώντας τον πανικό στον ευαίσθητο νου, δημιουργώντας ακόμη μεγαλύτερη παρανοημοσύνη…
Η μεγαλούπολη, την νύχτα, μετατρέπεται σε ένα εφιαλτικό όργιο σκοτεινών μυστικών.
Αυτό φαίνεται ότι είναι γνωστό ήδη από το 1859, όταν ο Τσαρλς Ντίκενς είχε γράψει το βιβλίο A Tale of Two Cities (Ιστορία των Δύο Πόλεων), όπου, εκτός από το γεγονός του ότι σε πολλά σημεία υπονοεί την ύπαρξη μιας «αόρατης πόλης μέσα στην πόλη», υπάρχει μια σκηνή στην οποία «η πόλη μετασχηματίζεται στο ίδιο το μυστήριο του τρόμου» («a city translated into the very mystery of terror»). Ο Ντίκενς περιγράφει κάτι σαφέστατα «παρανοητικό» που μαγεύει μια ολόκληρη πόλη τη νύχτα, την καθιστά μαγική και αλλαγμένη, σημειώνοντας ότι «το Λονδίνο την νύχτα είναι ένα πανηγύρι σκοτεινών μυστικών» («London by night is a celebration of dark secrets»). (Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο πάνω στο ζήτημα, από τον Peter Conrad, έναν ικανότατο κριτικό τού Ντίκενς, υπάρχει στον τόμο Everyman History of English Literature, 471, 1985).
Με την παρουσία των παρανοητικών οντοτήτων που κυκλοφορούν αθέατες μέσα στο ημίφως της πόλης, ο φόβος βαδίζει την νύχτα δίπλα μας. Έρχεται στον νου εκείνο το ανησυχητικό έργο του εκκεντρικού Λονδρέζου βιβλιοπώλη Elkin Mathews, Fear Walks the Night (Ο Φόβος Βαδίζει τη Νύχτα, 1885), (ένας εξαίσιος τίτλος τον οποίο αργότερα «δανείστηκε» για μια συλλογή διηγημάτων του ο Fredrick Cowles, και όχι μόνο), στις σελίδες του οποίου «σκιαγραφείται» (κυριολεκτικά) η νυχτερινή τοπολογία του φόβου μέσα στην πόλη, καθώς και κρυφά σημεία της πόλης που συγκεκριμένες στιγμές της νύχτας λειτουργούν ως πύλες από τις οποίες μπορεί η σκέψη σου (;) να περάσει μέσα στα όνειρα των ανθρώπων της εκάστοτε περιοχής και να τα μετασχηματίσει σε εφιάλτες…
Η Παρανοημοσύνη, δημιουργημένη και ανεξαρτοποιημένη μέσα στο χάος της Μεγάπολης, παρακολουθεί σιωπηλά, αναζητά ξενιστές, εφορμάει αρχικά διστακτικά, έπειτα απότομα, χωρίς να αφήνει ορατά ίχνη. Αιθερικά πλοκάμια που εισβάλλουν στο δωμάτιο από τα ανοιχτά νυχτερινά παράθυρα, όταν εσύ κοιμάσαι, πληροφορίες που ταξιδεύουν στους σωλήνες της ύδρευσης, σκιές που καραδοκούν στα σοκάκια, ένας βόμβος, μια τιτάνια φασματική αμοιβάδα, μια ηλεκτρομαγνητική νυχτερίδα, μια κυματίζουσα αιωρούμενη διάφανη μέδουσα, ένα ψυχασθενικό κράνος που κρέμεται αόρατο αλλά έτοιμο να φορεθεί, μια ιπτάμενη αιθερική αφρικάνικη μάσκα, οι Ξενομορφιστές, οι ανόργανοι εχθροί που είναι παντού και πουθενά…
@Παντελής Γιαννουλάκης / συγγραφέας και εκδότης του περιοδικού Strange
Συγγραφέας που ζει και γράφει στη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε πολλές εναλλακτικές πραγματικότητες που εξερευνεί με την ιδιαίτερη λογοτεχνία του και τις μελέτες του. Είναι ο δημιουργός, εκδότης και διευθυντής του περιοδικού Strange, δημιουργός των εκδόσεων «Άγνωστο» και πολλών ειδικών εντύπων και περιοδικών, με δεκάδες βιβλία και χιλιάδες άρθρα στο συγγραφικό ενεργητικό του. Ασχολείται ένθερμα με την Φανταστική Λογοτεχνία, την σημειολογία, την φιλοσοφία, την λογοτεχνία μυστηρίων, τις εναλλακτικές κοσμοθεωρίες και τα μυστήρια του ανθρώπου και των κόσμων του.