Τι ήταν ο Βάαλ?
Βάαλ (σημιτικά Baal = κύριος, ιδιοκτήτης).
Αρχαία υπέρτατη θεότητα αρκετών σημιτικών λαών και πόλεων της Εγγύς Ανατολής και της βόρειας Αφρικής, γνωστή και στους Εβραίους. Ο Βααλ εικονιζόταν
ένοπλος, με δόρυ στο χέρι και με ένα φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι του, σύμβολο πιθανώς του Ήλιου. Του αποδίδονταν χαρακτηριστικά ουράνιας θεότητας (η βροντή ήταν η φωνή του, οι κεραυνοί τα βέλη του και ήταν εκείνος που έστελνε τη βροχή στη Γη). Από ειρηνική θεότητα εξελίχθηκε σιγά-σιγά σε πολεμική και διαδόθηκε από τους Φοίνικες σε όλες τις ακτές της Μεσογείου. Αρχικά ήταν θεότητα αρσενική και θηλυκή μαζί, αργότερα όμως χωρίστηκε στον αρσενικό Βάαλ, και στη θηλυκή θεότητα και σύζυγό του Βααλάθ.
φωτογραφία που πάρθηκε κοντά στη Βιβλική μπαμόθ Βάαλ |
Ο Βάαλ. ήταν γνωστός με διάφορες προσωνυμίες, συχνά σχηματισμένες από την ονομασία των τόπων της λατρείας του. Από την εβραϊκή παράδοση προέρχονται, παραλλαγμένες σε ονόματα διαβόλων, οι Μπελφεγκόρ και Μπελζεμπούλ (Βεελζεβούλ). Η πρώτη σημαίνει Βάαλ του Φεγκόρ, ενός βουνού που βρισκόταν κοντά στη Νεκρά θάλασσα, ενώ η δεύτερη, Μπέλ-Ζεμπούλ, σημαίνει Βάαλ. των μυγών. Οι κάτοικοι μιας περιοχής της Παλαιστίνης, την εποχή των Κριτών του Ισραήλ, τον αποκαλούσαν Βααλβερίθ, που σύμφωνα με κάποιους μελετητές σημαίνει Βάαλ της Βηρυτού (Βααλμπεϊρήτ), ενώ κατ’ άλλους τη συμφωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Στη Βίβλο αναφέρεται ως αρχηγός των κακών πνευμάτων και οι Φαρισαίοι κατηγόρησαν τον Χριστό ότι έκανε θαύματα στο όνομά του.
Οι αρχαίοι Έλληνες ταύτισαν τον Βάαλ, με τον Κρόνο , ενώ στα ελληνικά κείμενα αναφέρεται ως Βήλος.
Ο Ηρόδοτος (Α’ 181-182) περιγράφει τον ναό του στη Βαβυλώνα και αναφέρει ότι στον τελευταίο πύργο του υπήρχε μια μεγάλη κλίνη καλοστρωμένη και κοντά της ένα χρυσό τραπέζι.
Στο κρεβάτι αυτό αναπαυόταν ο ίδιος ο θεός, με μια ιθαγενή γυναίκα την οποία διάλεγε μέσω των ιερειών (ιερόδουλων).