Ανώμαλοι νταβατζήδες από την Place Pigalle, παπαδοπαίδια-ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ Ο πραγματικός στόχος τους ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και η πολιτική του φιλοσοφία
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ
Τον αποκαλούσαν «εωσφόρο», «δράκουλα», «συνεργάτη των Γερμανών», «προδότη», «αποστάτη», «πουλημένο» και άλλα παρόμοια, για έναν απλό λόγο. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν
ένας υπερσύγχρονος για την Ελλάδα φιλελεύθερος πολιτικός, που δεν άρεσε σε μία μεγάλη κατηγορία ανθρώπων οι οποίοι μόλις ακούν την λέξη φιλελευθερισμός τραβούν το πιο γρήγορο κολτ. Επίσης, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν άρεσε και σε μία ευρεία κατηγορία σοσιαλδημοκρατών, παραδοσιακής κοπής, οι οποίοι τον κατηγορούσαν για άκρατο «νεοφιλελευθερισμό» αγνοώντας τα πάντα γύρω από την πολιτική και οικονομική του φιλοσοφία.
ένας υπερσύγχρονος για την Ελλάδα φιλελεύθερος πολιτικός, που δεν άρεσε σε μία μεγάλη κατηγορία ανθρώπων οι οποίοι μόλις ακούν την λέξη φιλελευθερισμός τραβούν το πιο γρήγορο κολτ. Επίσης, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν άρεσε και σε μία ευρεία κατηγορία σοσιαλδημοκρατών, παραδοσιακής κοπής, οι οποίοι τον κατηγορούσαν για άκρατο «νεοφιλελευθερισμό» αγνοώντας τα πάντα γύρω από την πολιτική και οικονομική του φιλοσοφία.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, όμως, δεν είχε φίλους ούτε μέσα στην ΝΔ. Η καραμανλική δεξιά με το ζόρι άκουγε το όνομά του. Οι ραλλικοί φιλελεύθεροι τον ανέχονταν. Η άκρα δεξιά της ΝΔ από τότε τον αποκαλούσε «πουλημένο στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο». Βλέπετε, τούς πήγαιναν λίγα τα φράγκα από την Ευρώπη, γι’ αυτό χωρίς ντροπή τον έρριξαν το φθινόπωρο του 1993.
Ποιοι ήταν λοιπόν οι φίλοι του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη σε τούτη την χώρα;Παραφράζοντας τον Γιάννη Μαρίνο, που υπήρξε καλός του φίλος, θα έλεγα ότι ήσαν οι Έλληνες με «κοινό νου». Όμως είναι λίγοι οι Έλληνες αυτοί… Σε έναν λαό που μετά από 196 χρόνια ελευθερίας δεν ξέρει ούτε τί θέλει ούτε πού πάει, ο «κοινός νους» κάνει τζιζ. Ο λαουτζίκος, λένε κάποιοι, θέλει συνωμοσίες, αρπαχτές, σκάνδαλα, λούφες και κυρίως εύκολο χρήμα. Στην χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, οι πραγματικοί νοικοκυραίοι είναι τα κορόϊδα. Είναι στόκοι, όπως λέει και ένας βαρύμαγκας δήθεν δημοσιογράφος με αρπαχτές που βαράνε ταβάνι. Ένας όμοιός του, την δεκαετία του 1990 είχε αναλάβει εργολαβικά να βρίζει τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και το χιλιάρικο έτρεχε από τα παντελόνια του.
Πέρα από τα ξόρκια και τις ύβρεις, το μητσοτακέϊκο αποδεκατίστηκε και από δολοφονίες.Ανώμαλοι νταβατζήδες από την Πλας Πιγκάλ, διεστραμμένοι γκάνγκστερ που αντέγραφαν Φλωμπέρ χωρίς να ξέρουν ποιος είναι, και γελοία παπαδοπαίδια, δολοφόνησαν τον γαμπρό του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη γιατί τούς χάλαγε την σούπα προωθώντας την συνεργασία με τον Χαρίλαο Φλωράκη. «Καθάρισαν» τον Μιχάλη Βρανόπουλο για να μην προχωρήσουν οι ιδιωτικοποιήσεις. Σκότωσαν έναν νέο οι τραμπούκοι, σημαδεύοντας τον Γιάννη Παλαιοκρασά.
Ο πραγματικός στόχος πίσω από κάθε δολοφονία ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και η πολιτική του φιλοσοφία. Την είχε περιγράψει ο αείμνηστος πολιτικός αρκετές φορές και σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις. Ήθελε μία Ελλάδα σοβαρή, υπεύθυνη, μορφωμένη, δημιουργική και αξιοπρεπή. Οραματιζόταν μία ποιοτική κοινοβουλευτική δημοκρατία, η οποία θα ήταν τιμή και παράδειγμα για τον κοινοβουλευτισμό.
«Αν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε αφεθεί να εφαρμόσει το πρόγραμμά του το 1990, η Ελλάδα θα ήταν τώρα αρκετά μακρυά από την σημερινή της κατάσταση», μού είπε πριν 7-8 χρόνια ο αποβιώσας πριν 6 μήνες αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Χέννινγκ Κριστόφερσεν. Πάνω στο θέμα αυτό, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, σε ομιλία του το 2012 για το έργο του της περιόδου 19ι90-1993, υπογράμμιζε:
«Το τεράστιο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα μας έχει τις ρίζες του πριν 30 χρόνια, όταν ανέλαβε για πρώτη φορά το ΠΑΣΟΚ την εξουσία στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Τότε έγινε η επιλογή της βελτίωσης του επιπέδου ζωής του λαού μέσω της αύξησης του δημόσιου χρέους, με ελλείμματα που χρηματοδοτούσαν καταναλωτικές δαπάνες, καθώς και η επιλογή του ασφυκτικού εναγκαλισμού της οικονομίας από το Κράτος, που τελικά εξουθένωσε την ανταγωνιστικότητά της. Στην μεταπολεμική ιστορία της χώρας, πάντως, κανείς μέχρι τότε δεν είχε ακολουθήσει συνειδητή πολιτική δημιουργίας ελλειμμάτων. Ταυτόχρονα, την περίοδο εκείνη ακολουθήθηκε και μία πολιτική παροχών μέσω του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο και προηγουμένως δεν στηριζόταν σε υγιείς βάσεις. Οι παροχές σε ειδικές κατηγορίες συνταξιούχων και η στάση των συνδικαλιστικών ηγεσιών που τις υπέθαλπαν αδιαφορώντας για τις συνέπειες, εκτόξευσαν και το κρυφό χρέος. Αν και το μακροχρόνιο έλλειμμά του περιλαμβάνεται τελικά στο δημόσιο χρέος, δεν παρακολουθείται, ούτε και σήμερα, συστηματικά στην χώρα μας.
»Η ραγδαία αύξηση των κρατικών δαπανών στις αρχές της δεκαετίας του 1980 έφερε την Ελλάδα πολύ γρήγορα στα όρια της πτώχευσης. Ακόμα και ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος πάντως εγνώριζε καλά τα θέματα της οικονομίας, αντελήφθη ότι είχε ξεπεράσει κάθε όριο και μετά το τέλος της πρώτης τετραετίας του αναγκάστηκε να διορίσει τον Κώστα Σημίτη ως υπουργό Εθνικής Οικονομίας και να ακολουθήσει μία αυστηρά περιοριστική πολιτική. Η νοοτροπία όμως με την οποία είχε εμποτίσει τους οπαδούς του υπερνίκησε την λογική, η περιοριστική πολιτική γρήγορα εγκαταλείφθηκε, για να επικρατήσει τελικώς η πολιτική τού Τσοβόλα δώσ’ τα όλα, με αποτέλεσμα όταν φθάσαμε στις εκλογές του 1989 η Ελλάδα να έχει πτωχεύσει.
»Ο εκλογικός νόμος που είχε τότε ψηφίσει προεκλογικά το ΠΑΣΟΚ εμπόδισε τον σχηματισμό ισχυρής κυβέρνησης και χρειάστηκαν τρεις εκλογικές αναμετρήσεις και 47% για να καταφέρει η ΝΔ ως πρώτο κόμμα να πάρει 150 βουλευτές και να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Μέχρι να φτάσουμε εκεί, δημιουργήθηκαν δύο κυβερνήσεις. Μία κοινή με την Αριστερά, που εκδίωξε οριστικά από την πολιτική ζωή τα φαντάσματα του εμφυλίου πολέμου, και μία οικουμενική, στην οποία συμμετείχε παρά τις δικαστικές του εκκρεμότητες και ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου. Αν και η Οικουμενική πήρε κάποια μέτρα, δεν μπορούσε να δώσει λύση στο οικονομικό πρόβλημα της χώρας ούτε να κάνει τις βαθειές τομές που χρειάζονταν, καθώς τα κόμματα που την απάρτιζαν είχαν το καθένα την δική του πολιτική ατζέντα.
»Όταν ήρθε στην εξουσία η κυβέρνηση της ΝΔ, τον Απρίλιο του 1990, είχε ένα μοναδικό πλεονέκτημα. Το γεγονός ότι στην διάρκεια των τριών εκλογικών αναμετρήσεων που είχαν μεσολαβήσει δεν είχα δώσει καμμία υπόσχεση στον ελληνικό λαό. Είχα μάλιστα πει τότε ότι θα επιχειρήσω να βελτιώσω την ζωή των Ελλήνων, αλλά θα τούς ζητούσα περισσότερη δουλειά για να μπορέσουμε να κάνουμε την Ελλάδα πιο ανταγωνιστική. Είχα πει την αλήθεια μερικές φορές μέχρις ωμότητος. Και είχα προετοιμάσει κατά το δυνατόν τον κόσμο για τον ανηφορικό δρόμο που καλούμασταν να ακολουθήσουμε…».
Δρόμο που ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει, καθ’ όσον δεν το επέτρεψαν οι δυνάμεις του ζόφου στην Ελλάδα. Έτσι, μετά την πτώση της κυβέρνησής του από τον Αντώνη Σαμαρά, η Ελλάδα δεν ξαναβρήκε στην πραγματικότητα τον δρόμο της.
«Στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, το οποίο λειτουργούσε επί της εποχής μου απόλυτα δημοκρατικά, όπως άλλωστε και το Υπουργικό Συμβούλιο, με την δυνατότητα ανοικτής έκφρασης της αντίθετης άποψης, επικράτησαν οι λαϊκίστικες απόψεις που εξέφραζε η εσωκομματική μου αντιπολίτευση. Με την εξαίρεση της μισής προσπάθειας που έκανε ο κ. Σημίτης στην διάρκεια της πρώτης τετραετίας του μέχρι να εξασφαλίσει την είσοδο στην ΟΝΕ, στηριζόμενος κυρίως στα δικά μας επιτεύγματα και πολιτικές, η Ελλάδα ακολούθησε άβουλη και μοιραία τον ολισθηρό δρόμο των χρεών και των ελλειμμάτων. Παρά τις ελάχιστες φωνές που, απομονωμένες από την ευρύτερη κοινή γνώμη, προειδοποιούσαμε μάταια για τα επερχόμενα δεινά, ο δανεισμός συνεχίστηκε και κορυφώθηκε στην διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 2000. Άφθονο και φθηνό χρήμα στα χέρια ανεύθυνων κυβερνήσεων δαπανήθηκε αποκλειστικά για κατανάλωση, διαμορφώνοντας ένα πλασματικό επίπεδο ευμάρειας, μέχρις ότου η οικονομική κρίση να χτυπήσει σαν τσουνάμι την Ελλάδα κα να αποκαλύψει την σκληρή αλήθεια. Φτάσαμε έτσι νομοτελειακά στην κατάρρευση και την χρεοκοπία, που μπορούσαμε και έπρεπε ασφαλώς να έχουμε αποφύγει»
.
Αυτά αναφέρει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης σε άρθρο του προλογίζοντας το βιβλίοΜπροστά από την εποχή της – η κυβέρνηση της ΝΔ 1990-1993, που επιμελήθηκε ο Γιάννης Παλαιοκρασάς. Αλλά, τί τα θέλουμε, «στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα» λέει η λαϊκή ρήση. Και τα αποτελέσματα είναι γνωστά… πηγη