Η Αλεξάνδρεια, χτισμένη στην μεσογειακή παραλία της Αιγύπτου, κοντά στις εκβολές του Νείλου, ήταν από τις μεγαλύτερες πόλεις του αρχαίου κόσμου.
Ιδρύθηκε άπο τον Μέγα Αλέξανδρο την άνοιξη του 331 π.Χ. και για χίλια περίπου έτη, ώς το
έτος 641 μ.Χ που κατακτήθηκε άπο τους Άραβες, υπήρξε η αδιαμφισβήτητη βασίλισσα της Μεσογείου, ή οποία ώς άειφεγγής φάρος σκόρπισε σε όλο τον κόσμο την υλική και την πνευματική της λάμψη. Για τον λό γο αυτόν δικαίως οί συγγραφείς την ώνόμαζαν «Πρώτην», «Κορυφήν τών πόλεων», και «Ένδοξοτάτην».
Ή πόλη σύμφωνα μέ το σχέδιο του Αρχιτέκτονος Δεινοκράτους, είχε διαιρεθή σε πέντε συνοικίες, έκ τών οποίων ή σπουδαιότερη ήταν το «Βρούχιον». Ηταν η μεγαλύτερη συνοικία της Αλεξανδρείας, κατελάμβανε το ενα τρίτο της πόλεως, και περιελάμβανε τα πλέον πε ρίλαμπρα και έντυπωσιακώτερα κτήρια, ανάμεσα στα όποια οι βασιλικοί κήποι, τα ανάκτορα και το «Μουσείον».
Το «Μουσείον» που αποτελούσε το σπουδαιότερο τμήμα των ανακτόρων, διέθετε πολλά διαμερίσματα και λει τουργούσε ώς ανώτατο πνευματικό ίδρυμα. Ήταν, δηλαδή, ενα ινστιτούτο έρεύνης μέ εργαστήρια, επιστημονικές συσκευές, αστεροσκοπεία αναγνωστήρια αίθουσες διδασκαλίας, διαλέξεων κλπ. Στον χώρο αυτό διέμεναν και εργάζονταν επιστήμονες καλλιτέχνες και γενικά άνθρωποι τών γραμμάτων και της τέχνης άπό τους οποίους γνωστό τεροι ήταν ο Ευκλείδης, ο Αρίσταρχος, ο Ερατοσθένης, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, ο ιατρός Ηρόφιλος κ.λπ. Το σημαντικώτερο τμήμα του «Μουσείου» αποτελούσε η βιβλιοθήκη ή ονομαζόμενη «η εντός» η «του Βρουχίου» η «Βασιλική» η «του Μουσείου» γνωστή στο ευρύ κοινό, ώς «Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας».
Ή «Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας» ύπηρξε ή κυριώτερη πνευματική εστία της ελληνιστικής έποχης και ή ιστορία της είναι συνυφασμένη με την προσπάθεια της διάδοσης, της συγκέντρωσης, και της φιλολογικής αποκατάστασης των λογοτεχνικών κειμένων της κλασσικής αρχαιότητος.
Ό Πτολεμαίος Α' ο επιλεγόμενος Σωτήρ, στα τελευταία χρόνια της εξουσίας του ίδρυσε στην Αλεξάνδρεια υ στέρα άπό προτροπή του Δημητρίου Φαληρέα το «Μουσείον» κεντρικό σημείο επιστημονικής έρευνας με την βιβλιοθήκη για την οποία υπολογίζεται οτι τοποθέτησε 200.000 τόμους. Ό διάδοχος του Πτολεμαίος Β', ό επιλεγόμενος Φιλάδελφος διπλασίασε τον αριθμό των βιβλίων της.
Στην μεγίστη άνθηση της έφτασε ή «Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας», όταν ό Πτολεμαίος ό Γ ό Ευεργέτης επιθυμώντας να συγκέντρωση όλα τα βιβλία της άνθρωπότητος, ξόδεψε για τον εμπλουτισμό της τεράστια ποσά. Αναφέρεται μάλιστα ότι δανείστηκε από τους Αθηναίους τά επίσημα χειρόγραφα τών μεγάλων τραγικών, βάζοντας υποθήκη το τεράστιο ποσό τών 15 ταλάντων. Αρνήθηκε όμως να τα επιστρέψη προ τιμώντας να χάση το ενέχυρο. Ακόμα λένε οτι είχε δώσει εντολή να κατάσχωνται τα χειρόγραφα από τα πλοία που κατέπλεαν στην Αλεξάνδρεια δίδοντας στον ιδιοκτήτη ακριβές αντίγραφο. Μετά άπό αυτήν την δραστηριότητα ή βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας περιελάμβανε 700.000, κατ' άλλους συγγραφείς 800.000 τόμους.
Για την τύχη αυτου του μεγάλου ιδρύματος και κυρίως του περιεχομένου του δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες. Ευλογα προκύπτουν τα ερωτήματα:
Πόσες όμως βιβλιοθήκες διέθετε η Αλεξάνδρεια;Σε ποια συνοικία ευρίσκοντο; Ποία ή τύχη τών βιβλιοθηκών και του περιεχομένου των;
Δύσκολα και ακανθώδη τα ερωτήματα πού θα προσπαθήσουμε να δώσουμε απάντηση. Αποδεδειγμένο όμως είναι οτι ή Αλεξάνδρεια διέθετε και δεύτερη βιβλιοθήκη, την ονομαζόμενη βιβλιοθήκη του «Σεραπείου» (επειδή ευρίσκετο πλησίον του ναου του Σεραπείου), ή λεγομένη και «ή εκτός» ή «Ρακωτίς», ονομασία που πήρε άπο το προάστιο οπού εστεγάζετο.'Οπωσδήποτε όμως ήταν πολύ μικρότερη από την βιβλιοθήκη του Μουσείου. Ή κορω νίδα, ο αειφεγγής φάρος, ή αιωνία φωτοδότης η βιβλιοθήκη του Βρουχιου που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως η «Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας».
Σήμερα αν ρωτήσουμε οποιονδήποτε Ελληνα για την τύχη της «Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας» θα μας πή οτι ή βιβλιοθήκη κατεστράφη εξ' ολοκλήρου και μάλιστα δυο φορές. Την πρώτη φορά άπο τον Ιουλιο Καίσαρα το 47 π.Χ και την δεύτερη άπο τους Άραβες όταν κατάκτησαν την Αλεξάνδρεια το 641 μ.Χ.
Τίθεται όμως το ερώτημα: "Οντως κατεστράφη ή βιβλιοθήκη ή μήπως η υποτιθέμενη πυρπόληση της είναι σατανικό επινόημα κάποιων διαβολικών κύκλων, οι οποίοι καρπώθηκαν την γνώση άπο τα διασκορπισθέντα (η κλεμμένα) βιβλία της βιβλιοθήκης και σήμερα παριστάνουν τους μεγάλους;
Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε τις πήγες και θα προσπαθήσουμε να δώσουμε κάποιες έστω ικανοποιητικές απαντήσεις.
ΚΑΥΣΙΣ...ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΑΠΟ ΙΟΥΛΙΟ ΚΑΙΣΑΡΑ
Μερικοί υποστηρίξουν οτι ή μεγάλη καταστροφή της βιβλιοθήκης έγινε, το 47 π.Χ. όταν ο στόλος του Ιουλίου Καίσαρος πυρπολήθηκε μέσα στο λιμάνι της Αλεξανδρείας άπο τον στρα τηγό του Πτολεμαίου IΓ Άχιλλά, και η φωτιά μεταδόθηκε αρχικά στα ναυ πηγεία και μετά στα κτήρια της ξηράς, με αποτέλεσμα να καταστραφεί το Μουσείο και ή βιβλιοθήκη να γίνη παρανάλωμα του πυρός. Κατ' άλλους ιστορικούς ο Ιούλιος Καίσαρ διέταξε τον εμπρησμό του Πτολεμαϊκου στόλου με τα ίδια αποτελέσματα.
Το γεγονός όπως και αν έτελέσθη, είναι πραγματικό η λόγω συγκεχυμένων ή φανταστικών πληροφοριών οί διάφοροι ιστορικοί κατέληξαν σε λανθασμένα συμπεράσματα;
Άς εξετάσουμε το θέμα
Ό Ιούλιος Καίσαρ έκτος από μεγάλος στρατηγός ήταν και συγγραφέας. Στα ιστορικά συγγράμματα του Commentarii de bello Gallico (Απομνημονεύματα του Γαλατικου Πολέμου) και De Bello civilli (Περί του Εμφυλίου Πόλεμου), δεν αναφέρει καμμία πληροφορία για την υποτιθέμενη καύση της βιβλιοθήκης. Αντιθέτως μάλιστα εντυπωσιασμένος από την ωραιότητα του ρυμοτομικού σχεδίου και των κτηρίων της Αλεξανδρείας, αναφέρει, μεταξύ των άλλων οτι οί οικοδομές της Αλεξανδρειας είναι κατασκευασμένες κατά τέτοιο τρόπο, ώστε δεν εγίνοντο εύκολα παρανάλωμα του πυρός. Αλλά και ό Ρωμαίος ιστορικός Ίρτιος που συμπλήρωσε το σύγγραμμα του Καίσαρος δεν αναφέρει τίποτε σχετικό με την υποτιθέμενη καύση της βιβλιοθήκης.
Ό πρώτος συγγραφεύς που αναφέρει την καύση της βιβλιοθήκης είναι ό Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος (ο όποιος μαζί με τον Τάκιτο και τον Σαλλούστιο αποτελούν την τριάδα των μεγάλων Ρωμαίων Ιστορικών), όταν ανέλαβε μετά το 29 π.Χ. νά συγγράψη την Ιστορία της Ρώμης μέχρι την εποχή του.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα άπο που άντλησε τις πληροφορίες αυτες ο Λίβιος Τίτος άφου ο ίδιος δεν ήλθε ποτέ στην Ελλάδα για συγκέντρωση πληροφοριών και στοιχείων, όπως συνήθιζαν μέχρι τότε να πράττουν οι λόγιοι Ρωμαίοι. Είναι αξιόπιστα τα στοιχεία που παραθέτει στην Ιστορία του, μιας και οι κρίνοντες το έργο του άπεφάνθησαν ότι ό Τίτος Λίβιος «στην επιθυμία του να γράψη μία ιστορία δεν πρόσεξε ούτε έλαβε διόλου υπ' όψιν του την αρχαιοδιφική έρευνα της εποχής του και των παλαιότερων γενεών. Ούτε παρέλαβε ή έκρινε σοβαρά τις διάφορες Ιστορίες που είχε στην διάθεση του, για να έπισημάνη τις αποκλίσεις τους».
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε οτι η Ρώμη άρχισε να έχη δικούς της (Ρωμαίους) ιστορικούς προς το τέλος του 3ου π.Χ αιώνα, οί οποίοι έμειναν γνωστοί στους συγχρόνους ιστορικούς ώς χρονογράφοι. Οί μόνες αξιόπιστες πληροφορίες που διέθεταν για να γράψουν περι της παλαιοτέρας ιστορίας της Ρώμης ήταν κατάλογοι αρχόντων και συνθήκες συμμαχίας. Κατά τα άλλα έπρεπε να χρησιμοποιήσουν μυθολογία και προφορικές παραδόσεις. Ό Λίβιος βασίσθηκε στους χρονογράφους κι έτσι αν και τα έργα του είναι στο σύνολο τους αναξιόπιστα περιπτωσιακά εγκλείουν «ψήγματα» πληροφοριών που φαίνονται να αντανακλούν ακριβείς και γνήσιες παραδόσεις. Το καθήκον του σύγχρονου ιστορικού είναι να ξεχωρίση αυτά τα ψήγματα από τα θολά λασπόνερα εντός των οποιων κινούνται.
Και εδώ συμβαίνει το έξης κωμικοτραγικό. "Οταν ό Λίβιος Τίτος γραφει για τον υποτιθέμενο εμπρησμό της βιβλιοθήκης ο Ελλην Γεωγράφος Στράβων ευρίσκεται στην Αλεξάνδρεια βλέπει την βιβλιοθήκη εργάζεται σ' αυτήν και περιγράφει το μεγαλείο της!!!
Μετά άπό έναν αιώνα ό Ρωμαίος Σενέκας στο έργο του «De tranquillitate animi ix» αναφέρει την καύση της βιβλιοθήκης κάνοντας παραπομπή στην ιστορία του Τίτου Λίβιου. Δηλαδή αντιγράφει τα γραφόμενα του Λίβιου Τίτου χωρίς να έξετάση την βασιμότητα των γραφομένων.
Ό Ελλην ιστορικός Δίων ό Κάσσιος (155 μ.Χ-235 μ.Χ), (πλήρες όνομα Κάσιος Δίων Κοκκηϊανός,) ο οποιος έγραψε την Ρωμαϊκή Ιστορία ως το 229 π.Χ στην Ελληνική γλώσσα, χρησιμοποιώντας ως πήγες τα απομνημονεύματα του Αύγουστου, του Αδριανού, του Τάκιτου και του Τίτου Λίβιου, αναφέρει οτι, όταν πυρπολήθηκε ό στάλος του Ιουλίου Καίσαρα στο λιμάνι της Αλεξανδρείας εκάησαν μόνον οι αποθήκες του λιμένος του σίτου και οι συλλογές τών βιβλίων που υπήρχαν εκεί για εξαγωγή. Το γεγονός αυτό φαντάζει ως το πλέον αληθινά, μιας και όλοι γνωρίζουν οτι ή Αλεξάνδρεια προμήθευε εις όλον τον κόσμο βιβλία πάπυρους και αντίγραφα βιβλίων.
Τον 2° αιώνα μ.Χ. ό Λατίνος γραμματικός Γέλλιος Αόλος στο σύγγραμμά του «Αττικές Νύχτες» αντιγράφοντας τους προηγούμενους, αναφέρει την πυρπόληση της βιβλιοθήκης, το ίδιο δε πράττει τον 4° αιώνα μ.Χ. και Ρωμαίος ιστορικός Αμμιανος Μαρκελλίνος (330 μ.Χ-395 μ.Χ.). Με λίγα λόγια δημιουργήθηκε μία βιβλιογραφία εκ του μηδενός. Από τους νεώτερους συγγραφείς ο τόμοι μιας και όπως αναφέρει, η βιβλιοθήκη κατεστράφη.
Οι ανιστόρητες εμμονές όλων αυτών που προσπαθούν να μας πείσουν ότι ή «Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας» κάηκε και μαζί μ' αύτην έσβησε το φωτοβόλο πνεύμα που βρισκόταν στα ρά φια της, ώδήγησαν την επιστημοσύνη του αειμνήστου Ακαδημαϊκού και πρώην Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Μιχαήλ Στασινόπουλου να γράψη στην Εφημερίδα Καθημερινή:
«Ένα άπο τα σπουδαιότερα κοσμοϊστορικά γεγονότα είναι ή καταστροφή της βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας, που περιείχε το κυριώτερο υλικό απ'όσα είχε Θησαυρίσει η γνώση των σοφών της αρχαιότητος. Ωστόσο, ο Ιούλιος Καίσαρ δεν μνημονεύει το γεγονός στην ιστορία του. Οι ιστορικοί καταλήγουν να διαπιστώσουν το θλιβερό γεγονός άπο την χειρονομία του Αντωνίου να χαρίση αργότερα στην Κλεοπάτρα την βιβλιοθήκη της Περγάμου. Περίεργη σιωπή γύρω άπο ένα τέτοιο γεγονός. Στην κρίση ένος Ρωμαίου στρατηγού ή πυρπόλησις της βιβλιοθήκης είχε όλιγώτερη σημασία άπο τις μάχες και τις κατακτήσεις. Κι Ομως ό Καίσαρ ήταν καλλιεργημένος άνθρωπος και επιπλέον ιστορικός».
Τί μας λέει ό αείμνηστος Ακαδημαϊκός; Ότι οι σύγχρονοι ιστορικοί συμπέραναν οτι κάηκε η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας», άπό την χειρονομία του Αντωνίου να χαρίση στην Κλεοπάτρα την βιβλιοθήκη της Περγάμου!! Άν είναι δυνατόν αυτό να θεωρηται επιστημονική σκέψη, κάτι που τονίζει ό Όσκαρ ντε Βερτχάϊμερ συγγραφέας του κλασσικού βιβλίου «Κλεοπάτρα», ο οποιος επισημαίνει το κενό πού υπάρχει για την πυρπόληση της βιβλιοθήκης και βεβαιώνει ότι: «ή τοποθέτηση και ή αιτία της καταστροφής μόνο με εικασίες και κατά τρόπο έμμεσο είναι δυνατόν να γίνη». Κι αυτό, φυσικά, αφήνει πολύ χώρο στην φαντασία και στην εφευρετικότητα των διαφόρων συγγραφέων που ασχολήθηκαν μέ το θέμα. Και πρέπει να ομολογήση κανείς οτι είναι πολύ ελκυστική ή έρευνα, τόσο για την αιτία δσο και για την χρονολόγηση της καταστροφής».
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε οτι καμμία αξιόπιστη πηγή δέν αναφέρεται στην καθολική καταστροφή της βιβλιοθήκης. Ή βιβλιοθήκη έμεινε ανέπαφη καθ' όλη την διάρκεια της πτολεμαϊκής εποχής και ο Ιούλιος Καίσαρ όχι μονό δεν ήταν υπεύθυνος για την υποτιθέμενη πυρπόληση της, αντιθέτως, εμπνεόμενος άπο το μεγαλείο της είχε την πρωτοβουλία να ίδρυση την πρώτη δημόσια βιβλιοθήκη στη Ρώμη. Δυστυχώς κάποιοι ανιστόρητοι ιστορικοί αντιγράφοντας ο ένας τον άλλον δημιουργούν βιβλιογραφία, και χωρίς να ελέγξουν τις πηγές, από τις όποιες αντλούν τις πληροφορίες τους, καταλήγουν σε αυθαίρετα συμπεράσματα όπως αυτό, της χειρονομίας του Αντωνίου να προσφέρη στην Κλεοπάτρα ώς δώρο την βιβλιοθήκη της Περγάμου!!!
Άλλωστε ο Στράβων που διακρινόταν για τις βιβλιοφιλικές του ευαισθησίες επισκέφθηκε την βιβλιοθήκη μετά την αποχώρηση του Καίσαρα απο την Αλεξάνδρεια χωρίς να κάνη οποιοδήποτε σχόλιο που να υπαινίσσεται έστω κάποια περιπέτεια της συλλογής της.
Το άρθρο είναι του Κώστα Σπίνου και έχει δημοσιευτεί στο περιοδικού "ΕΛΛΗΝΟΡΑΜΑ".