Νησιά που εμφανίζονται και εξαφανίζονται.
Μυστήρια κρυμμένα στα κύματα ανεξερεύνητων θαλασσών. Νησιά που ταξιδεύουν, νησιά πύλες για άλλους κόσμους, νησιά που κρύβουν μυστικά χαμένα στο χρόνο, αρχαίες απαγορευμένες γνώσεις και άγνωστες λατρείες.
Νησιά των μύθων και των ονείρων, που τα αναζητούν ονειροπόλοι εξερευνητές. Χώρες της Ανάδυσης και της Κατάδυσης, νησιά-Φαντάσματα.
Πολλοί παλιοί θρύλοι που αφηγούνται στα νησιά Όρκνεϋ μιλούν για δυο μαγικά νησιά, που λέγεται ότι αναδύονται κατά καιρούς μέσα από την καρδιά των κυμάτων του ωκεανού. Το πιο γνωστό από αυτά τα νησιά είναι το Χίλνταλαντ, που ο θρύλος λέει ότι είναι η καλοκαιρινή κατοικία της θρυλικής φυλής των Φιν. Το άλλο νησί είναι, σύμφωνα με την παράδοση, το λιγότερο γνωστό Χέλτερ-Μπλέθερ, που κι αυτό θεωρείται κατοικία των Φιν. Και τα δυο νησιά εμφανίζονται συχνά στις τοπικές ιστορίες, όπου τολμηροί θνητοί προσπαθούν, ρισκάροντας την ίδια τους τη ζωή, να τα προσεγγίσουν. Μερικοί πιστεύουν πως το θρυλικό Χίλνταλαντ ταυτίζεται με το νησί Εϊνχάλοου, που βρίσκεται μεταξύ των νησιών Όρκνεϋ και Ρόουσεϋ, κυκλωμένο από άγρια θαλάσσια ρεύματα.
Όπως και να έχει πάντως, η παράδοση θέλει τα δυο μυθικά νησιά να εμφανίζονται μέσα από τη θάλασσα και να εξαφανίζονται πάλι μέσα στα κύματα. Ίσως σ’ αυτούς τους μύθους να βρίσκεται η ρίζα των ιστοριών για νησιά που εξαφανίζονται, αλλά και των διηγήσεων που σχετίζονται με τη θρυλική φυλή των Φιν κι ανθρώπους που έρχονται από νησιά ενός άλλου κόσμου, σκεπασμένοι από μια μαγική ομίχλη. Η παράδοση λέει πως ο άνθρωπος που θα δει κάποιο από αυτά τα δυο νησιά κατά τη σύντομη εμφάνισή τους, θα μαγευτεί τόσο από την παράξενη έλξη τους, που θα του είναι αδύνατον να απομακρυνθεί. Για να μπορέσει να γλιτώσει, πρέπει να κρατά στο χέρι ένα κομμάτι ατσάλι όση ώρα θα κωπηλατεί για να απομακρυνθεί. Κι αν κάποτε, κάποιος κατορθώσει να πατήσει το πόδι του σε κάποιο από αυτά τα νησιά, η μαγεία θα σπάσει και το νησί δε θα κρύβεται πια από τα ανθρώπινα μάτια.
Οι μυθολογικές αναφορές σε νησιά που εμφανίζονται κι εξαφανίζονται μέσα από τα κύματα, είναι πάρα πολλές. Όμως τί θα λέγατε αν μιλούσαμε για τέτοιου είδους περιστατικά που δεν ανήκουν στη μυθολογία; Πώς θα αισθανόμασταν άραγε, αν ανακαλύπταμε πως η Terra Nova των ονείρων μας ίσως να είναι πολύ πιο υλική απ’ ό,τι πιστεύουμε; Να μπορεί να φωτογραφηθεί, να χαρτογραφηθεί, να εξερευνηθεί… Τί θα λέγατε αν μιλούσαμε για τόπους που έχουν καταγραφεί και χαρτογραφηθεί, οι οποίοι έχουν συγκεκριμένο γεωγραφικό στίγμα κι ωστόσο έχουν την «ιδιοτροπία» να εξαφανίζονται όταν τους αναζητάμε;
Στο Μουσείο Ερμιτάζ του Λένινγκραντ σώζεται ένας πάπυρος ηλικίας 3000 ετών, που αναφέρεται στο μυστηριώδες «Νησί του Ερπετού». Μεταξύ άλλων, μια παράγραφος περιέχει την εξής αινιγματική αναφορά: «Αφού φύγεις απ’ το νησί μου, δε θα το ξαναβρείς, γιατί αυτό το μέρος θα εξαφανιστεί κάτω από τα κύματα». Δεν ξέρω τί ακριβώς υπονοεί αυτή η παράγραφος, όμως σίγουρα περιγράφει με μεγάλη ακρίβεια την παράδοξη συμπεριφορά κάποιων νησιών που έχουν την τάση να εμφανίζονται από το πουθενά στη μέση του ωκεανού και να εξαφανίζονται το ίδιο απρόσμενα όσο εμφανίστηκαν.
Σε πολλούς από τους χάρτες που τυπώθηκαν μέχρι το 18ο αιώνα υπήρχε ένα νησί που ονομαζότανΣαιντ Μπρένταν. Το νησί αυτό χρωστούσε το όνομά του στον Ιρλανδό μοναχό Άγιο Μπρένταν, που τον 5ο μ.κ.ε. ξεκίνησε μαζί με 32 πιστούς συντρόφους του για μια θαλάσσια εξερευνητική περιπέτεια, αναζητώντας την «Terra Tepromissionis Sanctorum», τη χώρα της επαγγελίας των αγίων. Η περιπέτειά τους στην αφιλόξενη θάλασσα διήρκεσε οχτώ ολόκληρα χρόνια κι ο τελικός τους σταθμός δεν είναι γνωστός, παρ’ όλο που ο θρύλος λέει πως πέτυχαν το σκοπό τους. Οι χάρτες ωστόσο σημειώνουν ως τελικό προορισμό τους ένα νησί κοντά στην Αντίλλια, στο δυτικό Ατλαντικό.
Υπάρχουν εκατοντάδες μαρτυρίες ναυτικών που ανέφεραν ότι είδαν το νησί του Αγίου Μπρένταν να αναδύεται από τη θάλασσα, να μένει για λίγο καιρό στην επιφάνεια, κι έπειτα να βυθίζεται πάλι. Ακόμη και ο Χριστόφορος Κολόμβος αναφέρει αυτό το νησί στο ημερολόγιό του, εκφράζοντας τη βαθιά του επιθυμία να το εντοπίσει στο ταξίδι του προς τις Δυτικές Ινδίες. Το παράξενο είναι πως ο βασιλιάς της Πορτογαλίας διεκδίκησε την κυριαρχία του στο νησί, παρά το γεγονός ότι κανείς δεν ήξερε πού ακριβώς βρισκόταν. Μεταξύ του 1526 και του 1721 πραγματοποιήθηκαν τουλάχιστον πέντε εξερευνητικές αποστολές για τον εντοπισμό του νησιού, από τις οποίες καμία δεν επέστρεψε! Γύρω στο 1730, το νησί του Αγίου Μπρένταν εξαφανίστηκε οριστικά από τους χάρτες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έπαψαν και οι αναφορές των ναυτικών που έπαιρναν όρκο ότι το είδαν να αναδύεται από τη θάλασσα για να εξαφανιστεί ξανά λίγο αργότερα.
Ένα άλλο νησί που ξεπηδά από την ιρλανδική μυθολογία, αλλά δε φαίνεται να είναι τόσο φανταστικό, αφού υπάρχουν δεκάδες αναφορές ναυτικών που το είδαν να εμφανίζεται μπροστά τους, για να χαθεί πάλι λίγο αργότερα, είναι και το Χάυ Μπραζίλ. Παλιοί χάρτες το τοποθετούν κοντά στις δυτικές ακτές της Ιρλανδίας, και ο εθνολόγος Γουντ Μάρτιν που ασχολήθηκε με τους θρύλους που σχετίζονται με το Χάυ Μπραζίλ, αναφέρει σε μια έρευνά του που δημοσιεύτηκε το 1902, πως η τελευταία εμφάνισή του έγινε στα ανοιχτά του Σλάιγκο, στη βορειοδυτική Ιρλανδία το 1885.
Ο Τσάρλς Φορτ που ανέλαβε αργότερα τη σκυτάλη στην έρευνα αυτή, σημειώνει και μια μεταγενέστερη εμφάνιση του νησιού στις 2 Αυγούστου 1908, η οποία ήταν ορατή για τρεις ολόκληρες ώρες, στις ακτές της Κοννεμάρα, λίγο νοτιότερα από το Σλάιγκο.
Αν συνεχίσουμε το ταξίδι μας στους ωκεανούς, θα συναντήσουμε πολλά νησιά «φαντάσματα» που έχουν την τάση να συμπεριφέρονται παράξενα. Η μυθολογία μπορεί να έχει να μας παρουσιάσει αναρίθμητα παραδείγματα, όμως και η πραγματικότητα δεν υστερεί καθόλου σε σχέση με την παράδοξη συμπεριφορά κάποιων νησιών. Ας ξεκινήσουμε από το νησί Μπουβέ που βρίσκεται περίπου 1500 μίλια νοτιοδυτικά του ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Το νησί οφείλει το όνομά του στο Γάλλο εξερευνητή Πιέρ ντε Λοζιέρ Μπουβέ που ήταν ο πρώτος που ανέφερε την ύπαρξή του το 1739. Ο Μπουβέ είχε δώσει την περιγραφή ενός μικρού νησιού σκεπασμένου από πάγους, που η διάμετρός του δεν ξεπερνούσε τα πέντε μίλια.
Φυσικά δεν υπήρχε κανένας λόγος να μην γίνει πιστευτός ο Γάλλος εξερευνητής, κι έτσι το νησί που είχε ανακαλύψει, καταχωρήθηκε στους χάρτες. Το παράξενο είναι ότι από τη στιγμή που το νησί άρχισε να εμφανίζεται στους χάρτες, εξαφανίστηκε από τον ωκεανό! Επί ογδόντα περίπου χρόνια, όλες οι προσπάθειες των θαλασσοπόρων να το εντοπίσουν αποδείχτηκαν μάταιες. Ανάμεσα σε αυτούς που το αναζήτησαν συγκαταλέγεται και ο διάσημος θαλασσοπόρος εξερευνητής Τζέημς Κουκ, που ωστόσο δεν μπόρεσε ποτέ να αντικρίσει τις ακτές του.
Το 1808 το Μπουβέ εντοπίστηκε ξανά και το 1822 ένα αμερικάνικο φαλαινοθηρικό με καπετάνιο τον Μπέντζαμιν Μορρέλ κατάφερε να προσεγγίσει στις ακτές του και το πλήρωμα αποβιβάστηκε στο νησί. Το 1825 τρία ακόμη φαλαινοθηρικά το επισκέφτηκαν. Το 1898 το ωκεανογραφικό Βαλντίβια εντόπισε το νησί στη θέση ακριβώς που το ανακάλυψε ο Γάλλος εξερευνητής. Τη θέση του νησιού επιβεβαίωσαν τρία ακόμη ωκεανογραφικά πλοία μεταξύ του 1926 και του 1927. Έτσι το Μπουβέ εμφανίζεται από τότε, τόσο στους χάρτες, όσο και στον ωκεανό.
Δε συμβαίνει όμως το ίδιο και με ένα μικρό νησιωτικό σύμπλεγμα που εντόπισαν για πρώτη φορά τα φαλαινοθηρικά που προσέγγισαν το Μπουβέ. Ο καπετάνιος ενός από αυτά είχε αναφέρει ότι το 1825 είχε εντοπίσει κοντά στο Μπουβέ δυο μικρότερα νησιά και τρεις βραχονησίδες. Είχε ονομάσει τανησιά Λίβερπουλ και Τόμσον. Δεκαοχτώ χρόνια αργότερα, το βρετανικό ναυαρχείο αποφάσισε να στείλει εξερευνητικές αποστολές σ’ αυτά τα νησιά. Όμως, παρ’ όλο που δυο άψογα οργανωμένες αποστολές του πολεμικού ναυτικού ξεκίνησαν το 1843 και το 1845 για να φέρουν σε πέρας αυτή τη σχετικά εύκολη αποστολή, ποτέ δεν κατάφεραν να εντοπίσουν τα νησιά και τις βραχονησίδες.
Το 1878 ο καπετάνιος του πλοίου Γκόλντεν Ουέστα τα εντόπισε ξανά. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το πλήρωμα και ο καπετάνιος του Σήλια Τσερτς επιβεβαίωσαν την ύπαρξη του νησιού και το 1893 ο Τζόζεφ Φούλλερ, καπετάνιος του Φράνσις Άλλεν, αποβιβάστηκε στο νησί Τόμσον κι έφτιαξε έξι χαρτογραφικά σκίτσα. Αυτή όμως ήταν και η τελευταία αναφορά που έγινε σχετικά με τα νησιά Τόμσον και Λίβερπουλ, καθώς και τις παρακείμενες βραχονησίδες. Από τότε κανείς δεν τα είδε ξανά και χάθηκαν από τους χάρτες…
Το 1820 ο πλοίαρχος Ναθάνιελ Πάλμερ ξεκίνησε από τα νησιά Σέτλαντς, κοντά στο νοτιότερο άκρο της Νοτίου Αμερικής, με κατεύθυνση προς το Νότο. Στο ημερολόγιο του πλοίου του σημειώνει πως έπλευσε κατά μήκος μιας άγνωστης ακτής από την 62η μέχρι την 68η μοίρα. Οι Άγγλοι αμφισβήτησαν το ημερολόγιό του, εξαιτίας των παραδοξοτήτων που περιέγραφε. Ο Πάλμερ μιλούσε για υποβρύχια νησιά που αναδύονταν από τη θάλασσα κι έμεναν στην επιφάνεια για λίγο, πριν βυθιστούν πάλι για να χαθούν κάτω από την επιφάνεια του ωκεανού. Παρά τις παραδοξότητες στο ημερολόγιο του πλοίου του, οι Αμερικανοί για να τιμήσουν το θαρραλέο εξερευνητή ονόμασαν την περιοχή στην οποία έπλευσε «Θάλασσα του Πάλμερ», ενώ για πολλά χρόνια η Ανταρκτική αποκαλούνταν «Γη του Πάλμερ».
Πιστεύω πως ό,τι περιέγραψε ο Πάλμερ στο ημερολόγιο του πλοίου του δεν ήταν απλά φανταστικές παραδοξότητες. Αντίθετα, ήταν ο πρώτος που έκανε αναφορά στο νησί Ντησέψιον, χωρίς να γνωρίζει την παράξενη συμπεριφορά του. Το νησί Ντησέψιον συγκαταλέγεται στο νότιο σύμπλεγμα των νησιών Σέτλαντς, που βρίσκονται νότια του ακρωτηρίου Χορν της Νοτίου Αμερικής και βόρεια της χερσονήσου Πάλμερ της Ανταρκτικής. Παρ’ όλο που το Ντησέψιον υπάρχει σε όλους τους ναυτικούς χάρτες, στην πραγματικότητα έχει την τάση να εξαφανίζεται από τον ωκεανό. Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι το νησί γίνεται ορατό ή εξαφανίζεται, ανάλογα με τη γωνία που το προσεγγίζει κανείς.
Ένα άλλο νησί που παρουσιάζει αυτή την παράξενη συμπεριφορά είναι και το Νησί του Χάντερ στον Ειρηνικό Ωκεανό. Η ιδιαιτερότητα αυτού του νησιού οφείλεται εν μέρει στο ότι είναι ένα από τα ελάχιστα νησιά με «παράξενη συμπεριφορά» που περιγράφεται ως κατοικημένο. Το νησί οφείλει το όνομά του στον καπετάνιο Χάντερ που το ανακάλυψε και αποβιβάστηκε σε αυτό μαζί με πλήρωμα του πλοίου του το 1823. Ο Χάντερ περιέγραψε στο ημερολόγιό του ολόκληρο το νησί και τις συνήθειες των κατοίκων του, δίνοντας με απόλυτη ακρίβεια το στίγμα του. Παρά τις λεπτομέρειες που έδωσε ο πλοίαρχος Χάντερ, τόσο για το ίδιο το νησί, όσο και για την ακριβή τοποθεσία στην οποία το είχε εντοπίσει, προσδιορίζοντας ως πλησιέστερο σε αυτό το νησί Νιάφου που είναι γνωστό στους ναυτικούς, κανείς δεν κατάφερε να το εντοπίσει ξανά.
Στον Ινδικό Ωκεανό, στα ανατολικά της Μαδαγασκάρης βρίσκεται ένα άλλο νησί με παράξενη συμπεριφορά. Ονομάζεται Σαν Χουάν ντε Λίσμποα και οφείλει το όνομά του στους Πορτογάλους θαλασσοπόρους που το σημείωσαν για πρώτη φορά στους χάρτες. Όμως, το Σαν Χουάν ντε Λίσμποα ήταν γνωστό στους Άραβες πειρατές που λυμαίνονταν την περιοχή, πολύ καιρό πριν το ανακαλύψουν οι Πορτογάλοι. Η πρώτη καταγεγραμμένη απόπειρα εξερεύνησής του αποδίδεται στο Γάλλο Ντε λα Ρος Σαν Αντρέ, που το αναζήτησε το 1665.
Και όπως όλοι φαντάζεστε, ο Σαν Αντρέ δεν μπόρεσε ποτέ να το εντοπίσει. Παρά την αποτυχία του Γάλλου εξερευνητή, σχεδόν σαράντα χρόνια αργότερα, το 1704, κυκλοφόρησαν κάποια κείμενα ανώνυμων ταξιδευτών που περιείχαν λεπτομερείς περιγραφές του Σαν Χουάν ντε Λίσμποα. Τα κείμενα αυτά έκαναν το βασιλιά της Γαλλίας να ονειρεύεται νέες κατακτήσεις. Έτσι, το 1721, έχοντας την εντολή του βασιλιά να διεκδικήσει το νησί για λογαριασμό του γαλλικού στέμματος, ο εξερευνητής Ντε Ντυόν ξεκίνησε να το αναζητήσει. Μαζί με τον Ντε Ντυόν, είχε σταλεί και ο μελλοντικός Γάλλος κυβερνήτης του νησιού. Όμως, παρά την τέλεια οργάνωση και τη δίψα για νέες κατακτήσεις, η εξερευνητικά αποστολή δεν πέτυχε ποτέ το σκοπό της. Το Σαν Χουάν ντε Λίσμποα δεν υπήρχε πουθενά.
Πενήντα χρόνια αργότερα, το νησί εμφανίστηκε για μια ακόμη φορά. Το εντόπισε το 1772 ένας άλλος Γάλλος, ο ύπαρχος Ντόνζον του πλοίου Μπουγκενβίλ. Ο Ντόντζον σημείωσε το στίγμα του νησιού στο χάρτη και μπόρεσε να σχεδιάσει ένα σκίτσο του. Χάρη σε αυτές τις πληροφορίες ξεκίνησαν πολλές εξερευνητικές αποστολές για να το εντοπίσουν. Όμως, ο Ντόντζον ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που το είδε ποτέ… Το 1773 ένας άλλος Γάλλος, ο Ντε Σαν Φελίξ δεν μπόρεσε να έχει κάποιο θετικό αποτέλεσμα στις έρευνές του, παρά το γεγονός ότι για την εξερεύνηση χρησιμοποίησε δυο πλοία και βασίστηκε στις αναφορές του Ντόνζον για τη γεωγραφική θέση του νησιού. Λίγους μήνες αργότερα, μπήκε στο παιχνίδι ο Γάλλος πλοίαρχος Ντε λα Μπόερ, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Εξίσου μάταιες αποδείχτηκαν και οι προσπάθειες τόσο του διάσημου Γάλλου θαλασσοπόρου Ζοζέφ Κεργκελέν, όσο και αρκετών άλλων εξερευνητών που προσπάθησαν ως το 1800 περίπου να εντοπίσουν το Σαν Χουάν ντε Λισμπόα.
Ένα άλλο παράξενο νησί είναι το Ντάουερτυ, που οφείλει το όνομά του στον καπετάνιο Ντάουερτυ, που αν και δεν ήταν ο πρώτος που το εντόπισε, ήταν ο πρώτος που έπλευσε γύρω από το νησί. Ο πρώτος που ανέφερε την ύπαρξη του νησιού ήταν κάποιος Σουέιν, καπετάνιος ενός αμερικανικού φαλαινοθηρικού. Εντόπισε το νησί στις αρχές του 19ου αιώνα, καθώς έπλεε νοτιοδυτικά του ακρωτηρίου Χορν. Ο Σουέιν έδωσε το ακριβές στίγμα του νησιού και στο ημερολόγιο του πλοίου του κάνει μια σαφή περιγραφή του. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, το νησί είχε μήκος οκτώ περίπου μίλια και πλάτος 2-3 μίλια. Ήταν σκεπασμένο με χιόνια και το υψόμετρό του δεν ξεπερνούσε τα 25 μέτρα.
Μερικά χρόνια αργότερα, η ύπαρξη του Ντάουερτυ επιβεβαιώθηκε από δυο ακόμη φαλαινοθηρικά. Παρ’ όλο που οι καπετάνιοι των δυο πλοίων περιέγραψαν το νησί με πολλές λεπτομέρειες, κανένα από τα μέλη των πληρωμάτων τους δεν αποβιβάστηκε σε αυτό.
Συνεπαρμένοι από τις διηγήσεις για την ύπαρξη του Ντάουερτυ, οι αδελφοί Πάλμερ ξεκίνησαν το 1830, με δυο καράβια για να το εξερευνήσουν. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειές τους, δεν το εντόπισαν ποτέ. Χρειάστηκε να περάσουν έντεκα χρόνια μέχρι που κάποιος να ξαναδεί το νησί. Αυτό συνέβη το 1841 και ο άνθρωπος που το εντόπισε ήταν ο καπετάνιος Ντάουερτυ, του φαλαινοθηρικού Τζέημς Στούαρτ, στον οποίο οφείλει και το όνομά του το παράξενο αυτό νησί. Ο Ντάουερτυ έπλεε γύρω από το νησί επί μια ολόκληρη μέρα κι επιβεβαίωσε απόλυτα τόσο τις αρχικές περιγραφές που είχε δώσει ο πλοίαρχος Σουέιν, όσο και το ακριβές του στίγμα στο χάρτη, προσδιορίζοντας τη θέση του με μεγάλη ακρίβεια.
Δεκαοχτώ χρόνια αργότερα, ο Άγγλος καπετάνιος Κητς επιβεβαίωσε τις μετρήσεις του Ντάουερτυ και το νησί καταχωρήθηκε στους ναυτικούς χάρτες. Μέχρι το τέλος του αιώνα, τουλάχιστον άλλα τέσσερα πλοία επισκέφθηκαν το Ντάουερτυ, όμως, ποτέ κανένας ναυτικός δεν αποβιβάστηκε στις ακτές του.
Το 1893 ήταν η τελευταία φορά που κάποιος εντόπισε το Ντάουερτυ. Από τότε, κανείς δεν το ξαναείδε, παρά το γεγονός ότι αρκετές εξερευνητικές αποστολές το αναζήτησαν. Μεταξύ 1894 και 1910 το ερευνητικό σκάφος Ρουαπέχου απέτυχε σε τέσσερις αποστολές να το εντοπίσει, ενώ το 1912, ο διάσημος εξερευνητής Ρόμπερτ Σκοτ που ταξίδευε για το Νότιο Πόλο, έπλευσε ακριβώς πάνω από το σημείο όπου οι χάρτες έδειχναν ότι θα έπρεπε να βρίσκεται το Ντάουερτυ. Ο Ρόμπερτ Σκοτ θεώρησε τόσο παράξενο το γεγονός της εξαφάνισης του νησιού, ώστε έκανε βυθομετρήσεις για να δει τί συνέβαινε. Στο σημείο που θα έπρεπε να βρίσκεται το νησί, το βάθος της θάλασσας έφτανε τα 4.736 μέτρα! Μεταξύ 1910 και 1930, άλλες τρεις εξερευνητικές αποστολές προσπάθησαν να εντοπίσουν το Ντάουερτυ. Όλες ήταν αποτυχημένες. Το νησί είχε εξαφανιστεί από τον ωκεανό. Το 1932 εξαφανίστηκε κι από τους ναυτικούς χάρτες…
Ένα άλλο νησί που παρουσιάζει «παράξενη συμπεριφορά» αναφέρθηκε ότι υπήρξε κάποτε στον Ειρηνικό Ωκεανό, στην ευρύτερη περιοχή που σήμερα βρίσκεται το Νησί του Πάσχα. Το 1576, ο Ισπανός θαλασσοπόρος Χουάν Φερνάντες ανέφερε την ύπαρξή του. Το περιέγραψε σα μια τεράστια, κατοικημένη νησιωτική έκταση, με μεγάλα ποτάμια. Από τότε κανείς δεν ξαναείδε το νησί αυτό, παρ’ όλο που πολλοί πιστεύουν πως ο Φερνάντες είχε ανακαλύψει το ίδιο το Νησί του Πάσχα, πράγμα που δε συνηγορεί με την περιγραφή που είχε κάνει ο ίδιος για το νησί που είχε εντοπίσει.
Στην ίδια περιοχή του Ειρηνικού, έναν αιώνα αργότερα, αναφέρθηκε η ύπαρξη ενός άλλου παράξενου νησιού. Το ανακάλυψε το 1687 ο Άγγλος κουρσάρος Έντουαρτ Ντέηβις, ο οποίος έδωσε το ακριβές στίγμα του, καθώς και μια λεπτομερέστατη περιγραφή του. Ανέφερε επίσης και την ύπαρξη ενός ακόμη άγνωστου νησιού που διακρινόταν στον ορίζοντα. Η αναφορά του Ντέηβις στο Βρετανικό Ναυαρχείο είχε ως αποτέλεσμα να προστεθεί στους ναυτικούς χάρτες με το όνομα Γη του Ντέηβις, το άγνωστο νησί που είχε ανακαλύψει.
Όταν περίπου εκατό χρόνια αργότερα, το 1772, ο Ολλανδός ναύαρχος Γιάκομπ Ρόγκεβεν αναζήτησε τη Γη του Ντέηβις δεν μπόρεσε να την εντοπίσει. Αντί γι’ αυτή, το Πάσχα του 1772 εντόπισε ένα άλλο νησί που του το ονόμασε Νησί του Πάσχα. Ο Γιάκομπ Ρόγκεβεν ποτέ δεν υποστήριξε ότι το νησί που είχε ανακαλύψει ήταν αυτό που είχε αναφέρει ο Ντέηβις. Η εμπειρία του στη θάλασσα ήταν αρκετή για να τον πείσει ότι ο Άγγλος κουρσάρος δεν μπορούσε να είχε πέσει τόσο έξω στους υπολογισμούς και τις περιγραφές του, όταν έλεγε ότι από το νησί που είχε εντοπίσει μπορούσε να διακρίνει στον ορίζοντα το περίγραμμα ενός ακόμη νησιού. Κι αυτό γιατί, η κοντινότερη ένδειξη στεριάς από το νησί του Πάσχα ήταν οι βραχονησίδες Σάλα-ι-Γκομέζ, που απείχαν τουλάχιστον 200 μίλια προς τα ανατολικά.
Όταν το 1802 ο πλοίαρχος Γουίν έπλεε στην περιοχή, στάθηκε αδύνατο να εντοπίσει τις βραχονησίδες αυτές. Κατάφερε ωστόσο να εντοπίσει κάποιες άλλες στα νοτιοδυτικά του Νησιού του Πάσχα, την ύπαρξη των οποίων ανέφερε προσδιορίζοντας το ακριβές στίγμα τους. Η αναφορά του είναι η πρώτη και η τελευταία που αφορά αυτές τις βραχονησίδες. Μεταγενέστερες εξερευνητικές αποστολές δεν μπόρεσαν να τις εντοπίσουν, αν και εντόπισαν τις βραχονησίδες Σάλα-ι-Γκομέζ, που όμως βρίσκονταν στην αρχική τους θέση, 200 περίπου μίλια ανατολικά του Νησιού του Πάσχα.
Η ευρύτερη θαλάσσια περιοχή του Νησιού του Πάσχα, όμως, έχει να επιδείξει και άλλες παράξενες εμφανίσεις κι εξαφανίσεις νησιών. Όταν το 1879, ο Ιταλός καπετάνιος Πινίκιο έπλεε στην περιοχή, ανακάλυψε ένα ακόμη νησί. Ήταν μια μικρή λωρίδα ξηράς στη μέση του ωκεανού, που η διάμετρός της δεν ξεπερνούσε το ενάμισι χιλιόμετρο. Ο Ιταλός πλοίαρχος ανέφερε το στίγμα του νησιού και το βάφτισε με το όνομα του πλοίου του. Έτσι, το μικρό νησί Ποντέστα άρχισε να εμφανίζεται στους ναυτικούς χάρτες. Όμως, εξαφανίστηκε από τον ωκεανό, αφού ποτέ ξανά, κανείς δεν κατάφερε να το εντοπίσει.
Το 1912 ένα άλλο νησί εντοπίστηκε κοντά στο Νησί του Πάσχα, από το πλήρωμα του αγγλικού ατμόπλοιου Γκλέβαλον. Οι ναυτικοί του Γκλέβαλον, γνωρίζοντας την παράξενη συμπεριφορά των νησιών αυτής της περιοχής, προσπάθησαν να μην εκτεθούν δημοσιοποιώντας βιαστικά ατομικές μετρήσεις και παρατηρήσεις. Όλοι οι αξιωματικοί του πλοίου κλήθηκαν να ελέγξουν και να επαληθεύσουν τους υπολογισμούς σχετικά με το στίγμα του νησιού που είχαν εντοπίσει, πριν υποβάλουν την επίσημη αναφορά τους.
Παρ’ όλα αυτά, το παράξενο νησί που είχαν ανακαλύψει φρόντισε να τους διαψεύσει άμεσα. Όταν είκοσι μέρες αργότερα έφτασε στην περιοχή το σκάφος Μπακεντάνο για να επιβεβαιώσει την αναφορά τους, δεν μπόρεσε να εντοπίσει το νησί. Αντίθετα, κάνοντας βυθομετρήσεις στην περιοχή, διαπιστώθηκε ότι το βάθος του ωκεανού στο συγκεκριμένο σημείο που θα έπρεπε να βρίσκεται το νησί που είχε εντοπίσει το πλήρωμα του Γκλέβαλον, ξεπερνούσε τα 3.000 μέτρα.
Ένα άλλο νησί που βρίσκεται στην ίδια περιοχή είναι και το Σάρα Ανν. Το Σάρα Ανν ήταν γνωστό στους ναυτικούς που έπλεαν στην περιοχή και το συναντούσαν ανελλιπώς μέχρι το 1932. Εκείνη τη χρονιά, μια ομάδα σκαφών του αμερικανικού στόλου, διατάχθηκε να προσεγγίσει το νησί για να εγκαταστήσει πάνω του ένα αστρονομικό παρατηρητήριο. Τα πλοία έφτασαν κανονικά στο σημείο που ανέφερε ο χάρτης ότι βρισκόταν το Σάρα Ανν, όμως ποτέ δεν μπόρεσαν να το εντοπίσουν…
Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, το 1928, εξαφανίστηκε από τον ωκεανό και το πλέον γνωστό νησί της περιοχής, το Νησί του Πάσχα. Το πλήρωμα ενός κρουαζιερόπλοιου που έπλεε στην περιοχή, διαπίστωσε έκπληκτο ότι το Νησί του Πάσχα δεν υπήρχε πουθενά. Έκαναν επανειλημμένες μετρήσεις που επιβεβαιώθηκαν κι από δυο Άγγλους αξιωματικούς του πολεμικού ναυτικού που έτυχε να βρίσκονται στο πλοίο, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Το νησί δεν υπήρχε πουθενά. Δέκα μέρες αργότερα, το εντόπισε ένα πολεμικό πλοίο που στάλθηκε να ερευνήσει την περιοχή…
Ίσως το πιο εύκολο πράγμα που θα μπορούσαμε να κάνουμε γνωρίζοντας όλες αυτές τις παράξενες περιπτώσεις νησιών που εμφανίζονται κι εξαφανίζονται ξαφνικά μέσα στα κύματα, θα ήταν να τις θεωρήσουμε εσφαλμένες παρατηρήσεις κάποιων ευφάνταστων ναυτικών. Τόσο ευφάνταστων όσο κι εκείνων που ζωγράφιζαν θαλάσσια τέρατα σε χάρτες που είχαν κενά σημεία στις ανεξερεύνητες περιοχές.
Όμως, πόσες είναι οι περιοχές που έχει εξερευνήσει πραγματικά ο άνθρωπος;
Πόσες από τις ελπίδες και τους φόβους του έχουν βρει διέξοδο;
Και σε τελική ανάλυση, πόσο κατανοητός είναι ο κόσμος μας;
@Νίκος Κανακάρης / Strange
terrapapers