Λαϊκές δοξασίες και παραδόσεις γύρω από τα ξωτικά και τις συνήθειες των γονιών μας να πιστεύουν με τον άδολο και αθώο τρόπο τα εκτός τόπου και χρόνου εξωγήινα όντα, που δεν τα παραδέχεται, όμως, η Αγία Γραφή!..
Ανοίγοντας κανείς το διαδίκτυο και διαβάζοντας ένα άρθρο της «Βικιπαίδειας», της ελεύθερης εγκυκλοπαίδειας (1), θα δει ότι τα ξωτικά είναι μυθικά πλάσματα της Σκανδιναβικής μυθολογίας, που επέζησαν στις λαϊκές παραδόσεις της βόρειας Ευρώπης.
«Αρχικά –γράφει το άρθρο- ως γένος ελάσσονων θεών της φύσης και της γονιμότητας, τα ξωτικά απεικονίζονται συχνά σαν φαινομενικά νεαροί άντρες και γυναίκες εξαίσιας ομορφιάς που ζουν σε δάση και άλλες φυσικές περιοχές, υπογείως, ή σε κρύπτες. Περιγράφονται σαν υπεραιωνόβια ή αθάνατα πλάσματα και τους αποδίδουν μαγικές δυνάμεις. Ακολουθώντας την επιτυχία του έπους του Τόλκιν «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών», τα ξωτικά έγιναν κλασικοί χαρακτήρες της σύγχρονης φανταστικής λογοτεχνίας. O Τόλκιν χρησιμοποίησε τον όρο
"ξωτικά" ως συμβατική απόδοση της ονομασίας των "πρωτόπλαστων όντων" του κόσμου του. Τα πλάσματα αυτά διευκρινίζεται ότι έχουν περισσότερα κοινά με τους ανθρώπους (Εdain) παρά με τα πνευματικά όντα, τους Maiar και τους Valar, μοιάζοντας περισσότερο με εξιδανικεύσεις της ανθρώπινης φύσης.»
Εμείς θα ξεκινήσουμε κάπως διαφορετικά και θα θυμηθούμε ένα μεγάλο Έλληνα μουσουργό, τον Μανώλη Καλομοίρη (2), που είχε γράψει το 1962 εκείνο το υπέροχο έργο «Τα ξωτικά νερά» οδηγώντας τη σκέψη μας σε βαθιά κι απροσπέλαστα μονοπάτια της ελληνικής λαϊκής παράδοσης και ό,τι μεγάλο έπλασε η Ελληνική Μυθολογία.
Μιλήσαμε για Ελληνική Μυθολογία και ο νους μας ανέτρεξε σ’ αυτό, που γράφει ο Ι. Θ. Κακριδής, μέσα στην Εισαγωγή του έργου «Ελληνική Μυθολογία»:
«Ένας από τους δρόμους που οδήγησε στη συμφιλίωση είναι η ορθολογική ερμηνεία των μύθων και μάλιστα εκείνη η παραφυάδα της που είχε ιδιαίτερη απήχηση στο τέλος της αρχαιότητας, για τους λόγους που αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Πρόκειται για τον Ευημερισμό.
Ο Ευημερισμός εκφράζει την άποψη ότι οι αρχαίοι θεοί δεν ήταν παρά άνθρωποι — βασιλείς σε ένα εξωτικό νησί — οι οποίοι αργότερα αποθεώθηκαν. Η άποψη αυτή, στην κρίσιμη εποχή της μετάβασης από την ειδωλολατρία στο χριστιανισμό, λειτούργησε σε πολλά επίπεδα: τη χρησιμοποίησαν οι Χριστιανοί εναντίον των Εθνικών για να αποδείξουν ψεύτικους τους θεούς τους• αλλά η προβολή αυτού ακριβώς του επιχειρήματος, ότι οι αρχαίοι θεοί ήταν αρχικά θνητοί, άνοιξε το δρόμο στην είσοδο των θεών στην ιστορία, γιατί τους έδωσε το δικαίωμα να πάρουν θέση στο χρονικό της ανθρωπότητας και να επιζήσουν έτσι ως ιστορικά πια πρόσωπα δίπλα στα πρόσωπα της ιερής ιστορίας.»
Ένας εκπρόσωπος της γερμανικής ιστορικής και φιλολογικής σχολής, ο Karl Otfried Muller (1797-1840), καθηγητής της Αρχαίας Φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Gottingen από το 1819 ως το 1839 και ένας από τους διασημότερους κλασικούς φιλολόγους της εποχής του, στα 1839 ήλθε στην Ελλάδα για μελέτες, αλλά στους Δελφούς αρρώστησε με πυρετό και πέθανε στην Αθήνα το 1840.
Η φιλοδοξία του ήταν, όπως παρατηρούν οι Feldman και Richardson, να συλλάβει τον ελληνικό πολιτισμό στο σύνολό του. Για το σκοπό αυτό αποφάσισε να χρησιμοποιήσει με επιστημονικό τρόπο τα διδάγματα που του παρέχει η μελέτη της γλώσσας και του μύθου:
«Η μέθοδός του είναι ενδεικτική. Οι μύθοι, υποστηρίζει, περικλείουν διαφόρων ειδών πληροφορίες, τις οποίες ο προσεκτικός ερευνητής θα πρέπει να τις αναζητήσει: να αναζητήσει, δηλαδή, την ιστορική πληροφορία, αυτή που αφορά την τοπική θρησκεία, τη γεωγραφία ή την κοσμοθεωρία. Για τον Κ. Ο. Muller η μυθολογία είναι το κλειδί με το οποίο μπορεί κανείς να εισδύσει στα άδυτα του ελληνικού πνεύματος. Κι αυτό γιατί μέσα από τους μύθους κυρίως εκφράζεται η θρησκεία και η τέχνη των Ελλήνων.
Στη βασική εργασία του με τίτλο «Εισαγωγή σε ένα επιστημονικό σύστημα Μυθολογίας» (1825), ο Κ. Ο. Mailer ισχυρίζεται ότι οι ελληνικοί μύθοι δεν ήρθαν από την Ανατολή, όπως πολλοί υποστήριξαν, αλλά βλάστησαν φυσιολογικά, οργανικά, θα έλεγε κανείς, από το ελληνικό τοπίο, από την ιστορία των Ελλήνων, από τη γλώσσα και τον τρόπο της ζωής τους. Μολονότι, όπως παρατηρούν οι Feldman και Richardson, ο Κ. Ο. Muller γνώριζε τις μυθολογίες των άλλων λαών, ασχολήθηκε αποκλειστικά με την ελληνική, γιατί πίστευε πως, όταν λέμε μυθολογία, εννοούμε κυρίως την ελληνορωμαϊκή.
Το έργο του προοιωνίζει την επιστροφή των κλασικών φιλολόγων από τις Ινδίες και τις άλλες εξωτικές χώρες της Ανατολής και της Δύσης, όπου είχαν περιπλανηθεί, στην ανέκαθεν κοιτίδα των ενδιαφερόντων τους, την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα.» (3)
Άλλο, όμως, το ξωτικό μέρος (το παραδεισένιο, που λέμε εμείς) και άλλο τα «ξωτικά, όπως είναι τα άϋλα εκείνα όντα, που πρεσβεύει ο λαϊκός μύθος.
Θα μου πείτε: Και στις άλλες χώρες τιμάται το «ξωτικό» στοιχείο. Και στην Νορβηγική μυθολογία, για παράδειγμα, υπάρχουν στοιχεία για τα «ξωτικά», και στις Σκανδιναβικές χώρες υπάρχουν παρόμοιες αναφορές, αλλά και στην Γερμανική ή Ιρλανδική μυθολογία υπάρχουν δοξασίες σαν κι αυτές που περιγράψαμε. Το θέμα είναι τι πιστεύουμε εμείς και τι υποστηρίζει η Αγία Γραφή.
Ενθυμούμαι την μακαρίτισσα τη μανούλα μου, την κυρα-Κανέλλα, να μου διηγείται πώς είδε ξωτικά να χορεύουν «ντάλα μεσημέρι» (4) την ώρα που θέριζε στη Χώτσα, ένα μέρος έξω απ’ το χωριό μας το Βεσίνι Καλαβρύτων. Απλά, δεν τους μίλησε «για να μη χάσει τη φωνή της», όπως την συμβούλευαν οι γεροντότεροι!..
Τα ξωτικά, κατά τη λαϊκή δοξασία, είναι δαιμονικά που ζουν στην ύπαιθρο και είναι πολύ επιζήμια. Έχουν διάφορες ονομασίες: Στοιχειά, στρίγγλες, καλικάντζαροι, νεράϊδες, τελώνια κλπ.
Υπάρχουν, όμως, και «καλά ξωτικά», όπως αυτά που ζουν ανάμεσά μας και λέγονται «στοιχειά του σπιτιού».
Τα στοιχειά, πάντα κατά τον λαϊκό μύθο, είναι όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, στοιχειά έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως φίδι, γουστέρα, ανθρωπάκος, αράπης κ.ά. Κατά κανόνα «δεν είναι βλαπτικά όντα», αλλ’ αντίθετα «φέρνουν την ευτυχία». Γι’ αυτό πιστεύουν πως «όταν παρουσιαστεί τέτοιο ζώο, που φαίνεται πως είναι στοιχειό, είναι αμαρτία και δεν βγαίνει σε καλό, αν του κάμει κανείς τίποτε, γι’ αυτό το αφήνουν να πηγαίνει όπου θέλει και να κάνει ό,τι θέλει».
Σπουδαία διαπραγμάτευση των λαϊκών παραδόσεων για τα στοιχειά, από λαογραφικής και εθνολογικής άποψης, έκανε ο Ν.Γ. Πολίτης, στο δεύτερο τόμο των Παραδόσεών του.
Αλλά και ο μεγάλος Έλληνας διηγηματογράφος, ο Σκιαθίτης Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911), σε όλα σχεδόν τα έργα του περιγράφει παρόμοιες σκηνές με γραίες, στοιχειά, ξωτικά, αερικά, δαιμόνια, και τόσα άλλα «καλικαντζάρια», που έγιναν ένα με τη ζωή των κατοίκων του νησιού του κυρ-Αλέξανδρου.
Για τις νεράϊδες αφιερώνουμε ειδικό κεφάλαιο μέσα στο βιβλίο μας (6), ενώ για τα τελώνια θα λέγαμε ότι, σύμφωνα με τις δοξασίες των ανατολικών λαών, είναι δαιμονικά όντα, προικισμένα με μεγάλη μεταμορφωτική δύναμη και όχι πάντα βλαβερά για τον άνθρωπο. Τους αρέσει να πειράζουν τους ανθρώπους. Μπαίνουν νύχτα στα σπίτια, παίρνουν αυτούς που κοιμούνται και τους μεταφέρουν σε μακρινούς τόπους, για να διασκεδάσουν με την έκπληξη, την οποία θα αισθανθούν όταν ξυπνήσουν, ή κρύβουν επίτηδες σκεύη και άλλα αντικείμενα του σπιτιού, για να απασχολήσουν και να εκνευρίσουν τον ιδιοκτήτη.
Τα τελώνια παρουσιάζονται με τη μορφή γάτας, σκύλου, πίθηκου ή άλλων ζώων ή ακόμα με τη μορφή κοινών ανθρώπων, πελώριων και τρομερών στην όψη. Ζουν συνήθως μέσα σε φρεάτια, σπηλιές, ερείπια κ.α. Έχουν γενικά πολλές ομοιότητες με τα τζίνια, τους βρικόλακες, τους καλικάντζαρους, τα χαμοδράκια, τους ανασκελάδες κ.ά.
Στην εκκλησιαστική γλώσσα τελώνια ονομάζονται τα πονηρά πνεύματα, τα οποία συναντούν οι ψυχές όταν φεύγουν από τον κόσμο. Τα πνεύματα αυτά ανακρίνουν τις ψυχές και αυτές των δικαίων και τις παραδίδουν στους αγγέλους, οι οποίοι τις οδηγούν στον Παράδεισο, ενώ εκείνες των αδίκων τις στέλνουν στον Άδη (7)
Ίσως όλα αυτά να τα είχε συγκεντρωμένα στη σκέψη του ο μεγάλος Έλληνας ποιητής Ιωάννης Πολέμης (8), που έγραψε, το 1921, το περίφημο ποιητικό του έργο: «Εξωτικά»!..
Στα χωριά μας τα ξωτικά τα λέγανε και «αερικά»…
(Απόσπασμα από το τελευταίο μας βιβλίο: «ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΕΞΩΓΗΙΝΑ ΟΝΤΑ: Η Αλήθεια και τα Παραμύθια»).
Από την ιστοσελίδα του κ. Άγγελου Σακκέτου